-
1 Ιλλυρικός
-
2 Ἰλλυρικός
-
3 Ιλλυρικά
Ἰλλυρικόςregion: neut nom /voc /acc plἸλλυρικά̱, Ἰλλυρικόςregion: fem nom /voc /acc dualἸλλυρικά̱, Ἰλλυρικόςregion: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Ἰλλυρικά
Ἰλλυρικόςregion: neut nom /voc /acc plἸλλυρικά̱, Ἰλλυρικόςregion: fem nom /voc /acc dualἸλλυρικά̱, Ἰλλυρικόςregion: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 Ιλλυρικών
-
6 Ἰλλυρικῶν
-
7 Ιλλυρικόν
-
8 Ἰλλυρικόν
-
9 Ιλλυρικής
-
10 Ἰλλυρικῆς
-
11 Ιλλυρικοίο
-
12 Ἰλλυρικοῖο
-
13 Ιλλυρικοίς
-
14 Ἰλλυρικοῖς
-
15 Ιλλυρικού
-
16 Ἰλλυρικοῦ
-
17 Ιλλυρικοί
-
18 Ἰλλυρικοί
-
19 Ιλλυρικούς
-
20 Ἰλλυρικούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰλλυρικός — region masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλλυρικός — ή, ό (ΑΜ ἰλλυρικός, ή, όν) [ἱλλυριοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούς αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία) τίτλος έργου τού Αππιανού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόν η περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας … Dictionary of Greek
ιλλυρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την Ιλλυρία: «Ιλλυρική χερσόνησος» (βαλκανική) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰλλυρικά — Ἰλλυρικός region neut nom/voc/acc pl Ἰλλυρικά̱ , Ἰλλυρικός region fem nom/voc/acc dual Ἰλλυρικά̱ , Ἰλλυρικός region fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικῶν — Ἰλλυρικός region fem gen pl Ἰλλυρικός region masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικόν — Ἰλλυρικός region masc acc sg Ἰλλυρικός region neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικοῖο — Ἰλλυρικός region masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικοῖς — Ἰλλυρικός region masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικοί — Ἰλλυρικός region masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικοῦ — Ἰλλυρικός region masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰλλυρικούς — Ἰλλυρικός region masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)