-
1 ἵπταμαι
-
2 προς-ίπταμαι
προς-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), att. = προςπέτομαι, hinzu-, hinanfliegen, schnell, unvermuthet herbeikommen; τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ προςέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προςέπτα, 554; auch προςέπτατο, 647; οὐκ ἄφνω κακὸν τόδε προςέπτατο, Eur. Alc. 423; προςέπταντο, Ar. Ach. 830; einzeln bei Sp.
-
3 προ-αν-ίπταμαι
προ-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), vorher auffliegen, Sp.
-
4 προ-ΐπταμαι
προ-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), dep. med., vor- od. voranfliegen (?).
-
5 παρ-ίπταμαι
παρ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), bei späteren Schriftstellern Nebenform von παραπέτομαι, vorbeifliegen, ἢν μυῖα παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); auch = übertreffen, Sp.
-
6 περι-ΐπταμαι
περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), herumfliegen, περὶ τὸ πλοῖον, Arist. H. A. 5, 9.
-
7 συμ-περι-ΐπταμαι
συμ-περι-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), mit, zugleich, zusammen umherfliegen, Sp.
-
8 συν-αν-ίπταμαι
συν-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), mit od. zugleich auf-, empor, in die Höhe fliegen, Sp.
-
9 συν-ίπταμαι
συν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), mit od. zusammen fliegen, Sp.
-
10 καθ-ίπταμαι
καθ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), herunterfliegen. S. καταπέτομαι.
-
11 εἰς-ίπταμαι
εἰς-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰςπτάσης Ath. IX, 395 a.
-
12 μεθ-ίπταμαι
μεθ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), weg u. wo anders hinfliegen, App. Hisp. 71.
-
13 δι-ίπταμαι
δι-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), durchfliegen; διέπτατό τινός, Eur. Suppl. 884; Ar. Vesp. 1086; von der Zeit, schnell vorübergehen, Eur. Herc. fur. 507; u. so öfter von einer schnellen Bewegung; διαπτομένη Plat. Phaed. 70 a 84 b; διιπταμένη ἡ φήμη Hdn. 2, 8, 12, u. a. Sp. Vgl. διαπέτομαι.
-
14 ἀφ-ίπταμαι
ἀφ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), wegfliegen, Eur. I. A. 1608; Luc. Pisc. 35 u. öfter; aor. ἀποπτάμενος Mar. D. 14, 2; Plut. Brut. 37.
-
15 ἐπ-αν-ίπταμαι
ἐπ-αν-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), auffliegen, Man. 5, 220.
-
16 ἐφ-ίπταμαι
ἐφ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), hinan-, darauflosfliegen; εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160; πτερόεις ὡς ὄρνις ἐφίπταται ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλους Mosch. 1, 16; in später Prosa, ὥστε μηδὲν ὄρνεον ἐφίπτασϑαι σαρκοφάγον Plut. Cleom. 39.
-
17 ἐξ-ίπταμαι
ἐξ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), ausfliegen, ἐξίπτανται οἱ νεοσσοί Schol. Ar. Av. 769; Ath. IX, 389 b; – aor. ἐξέπτατ' οἴκων Eur. El. 944; s. übrigens ἐκπέταμαι.
-
18 ὑπερ-ίπταμαι
ὑπερ-ίπταμαι (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.
-
19 συμ-παρ-ίπταμαι
συμ-παρ-ίπταμαι, mit daneben fliegen, Luc. D. D. 20, 6.
-
20 ἀμφ-ίπταμαι
ἀμφ-ίπταμαι, herumfliegen, Hesych.
См. также в других словарях:
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
ἵπταμαι — πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπταμ' — ἵπταμαι , πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
εκπετάζω — ἐκπετάζω (Μ) 1. πετώ, ίπταμαι 2. ορμώ 3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῑρας ἐκπετάσας») 4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω … Dictionary of Greek
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μεθίπταμαι — (Α) μεταβαίνω σε κάποιο τόπο πετώντας, πετώ αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μετεωροποιώ — μετεωροποιῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροποιός] μσν. ίπταμαι, πετώ αρχ. ανυψώνω, εγείρω … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek