-
1 ιπποκορυστης
(ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.)
См. также в других словарях:
ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… … Dictionary of Greek
Ἱπποκορυστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστής — marshaller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυσταί — Ἱπποκορυστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυσταί — ἱπποκορυστής marshaller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῇ — Ἱπποκορυστής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῇ — ἱπποκορυστής marshaller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστήν — Ἱπποκορυστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστήν — ἱπποκορυστής marshaller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῶν — Ἱπποκορυστής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῶν — ἱπποκορυστής marshaller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)