-
1 Ίσανδρος
-
2 Ἴσανδρος
-
3 ίσανδρος
-
4 ἴσανδρος
-
5 Ισανδρος
-
6 Ἴσανδρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἴσανδρος
-
7 ἴσανδρος
A like a man, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴσανδρος
-
8 ἴσανδρος
-
9 ίσανδρον
-
10 ἴσανδρον
-
11 ἀντι-άνειρα
ἀντι-άνειρα, einzeln stehendes fem., wie βωτιάνειρα, κυδιάνειρα, männergleich, ἴσανδρος, von ἀντί in der Bdtg b); zweimal bei Hom., Iliad. 3, 189 Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι, 6, 186 Ἀμαζόνας ἀντιανείρας. S. Apollon. lex. Hom. 31, 16. 33, 19 Lehrs Aristarch. p. 120. – Coluth. 170 ἀντιάνειραν Ἀϑήνην; aber Pind. Ol. 12. 16 στάσις ἀντιάνειρα ein Bürgerkrieg, wo Mann gegen Mann steht.
-
12 Ίσανδροι
-
13 Ἴσανδροι
-
14 Ίσανδρον
-
15 Ἴσανδρον
-
16 Ισάνδρου
-
17 Ἰσάνδρου
-
18 Ισάνδρους
-
19 Ἰσάνδρους
-
20 ίσανδροι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ίσανδρος — ἴσανδρος, ον (Α) ίσος ή όμοιος με άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ ανδρος, πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek
Ἴσανδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσανδρος — like a man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσανδρον — ἴσανδρος like a man masc/fem acc sg ἴσανδρος like a man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσάνδρου — Ἴσανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσάνδρου — ἴσανδρος like a man masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσάνδρους — Ἴσανδρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσάνδρους — ἴσανδρος like a man masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσανδροι — Ἴσανδρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσανδροι — ἴσανδρος like a man masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσανδρον — Ἴσανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)