Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἴσανδρος

См. также в других словарях:

  • ίσανδρος — ἴσανδρος, ον (Α) ίσος ή όμοιος με άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ ανδρος, πολύ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • Ἴσανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσανδρος — like a man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσανδρον — ἴσανδρος like a man masc/fem acc sg ἴσανδρος like a man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσάνδρου — Ἴσανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσάνδρου — ἴσανδρος like a man masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσάνδρους — Ἴσανδρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσάνδρους — ἴσανδρος like a man masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσανδροι — Ἴσανδρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσανδροι — ἴσανδρος like a man masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσανδρον — Ἴσανδρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»