Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴκριον

См. также в других словарях:

  • ίκριον — ἴκριον, τὸ (Α) βλ. ικρίο …   Dictionary of Greek

  • икра — I икра I. (рыбная), укр. ïкра, др. русск. икра, болг. икра, сербохорв. и̏кра, словен. ikra, чеш., слвц. jikra, польск. ikra, в. луж. jikra, jikno, полаб. jåkra; см. Розвадовский, RS 7, 10. Ср. лит. ìkrai икра , лтш. ikri м. мн. и ikrа ж., ирл …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… …   Dictionary of Greek

  • ICRIUM — cenotaphii gnorisma, apud Athenienses olim, signumque fuit patrium ac legitimum, ubi quis patriâ excidensinibi haud foret sepultus. Icrium vero, ex Graeco ἴκριον, surrectum est lignum, vide Cael. Rhodigin. Antiqq. Lection. l. 10. c. 5. et l. 17.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ικριοποιός — ἰκριοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο ποιός, κλειδο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ικριόεις — ἰκριόεις, εσσα, εν (Α) [ίκριον] (για τον σταυρό) αυτός που μοιάζει με ικρίωμα …   Dictionary of Greek

  • ικριώ — ἰκριῶ, όω (Α) [ίκριον] 1. κατασκευάζω ικρίωμα 2. εφοδιάζω με ξύλινα έδρανα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»