-
1 ικρίωμα
-
2 ἰκρίωμα
-
3 ἰκρίωμα
ἰκρίωμα, τό, das Gerüst, VLL.
-
4 ἰκρίωμα
ἰκρίωμα, τό, das Gerüst -
5 ικρίωμα
τό1) (строительные) леса, подмостки; 2) подмостки, трибуна; 3) помост, эшафот;ανήλθεν εις το ικρίωμα — он был казнён
-
6 ἰκρίωμα
II in pl.,= ἀντήριδες, Eust.903.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκρίωμα
-
7 ικρίωμα
darağacı, sehpa -
8 ικρίωμα
gibet -
9 ικρίωμα
szubienica (f) rzecz. -
10 ικρίωμα
šibenice -
11 ικρίωμα
1) gallows2) scaffoldΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ικρίωμα
-
12 ικρίον
το см. ικρίωμα 1 -
13 ικριώματα
-
14 ἰκριώματα
-
15 ἴκρια
Grammatical information: n. pl.Meaning: `half-deck' (Hom., B.), `platform, stage, benches' (Hdt., Com., inscr. etc., cf. Beare ClassRev. 53, 54f.); sg. `mast' (Eust. 1533, 31 [?]).Other forms: prob. ῑ-; Ar. Th. 395, Cratin. 323)Compounds: compp. ἰκριο-ποιέω `build a platform' (hell. inscr.), ἐπ-ίκριον n. `yard-arm' (ε 254, 318, A. R.), prop hypostasis: `what is on the ἴκρια'; as adj. Nic. Th. 198?Derivatives: Denomin. verb ἰκριόω `provide with ἴκρια, construct a platform' (Att. inscr., D. C.) with ἰκρίωμα `support, stay-beams' and ἰκριωτῆρες pl. `(standing) uprights, flooring of a deck' (Att. inscr.; often written hικ-).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Technical term without etymology, cf. Chantr. Étrennes Benveniste 8, Hermann Gött. Nachr. 1f. Hypothesis of Bezzenberger BB 27, 162 (to Russ. ikrá `calf (of the leg)'; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.); not better Gray AmJPh 53, 67ff. (to OP yakā kind of wood; on the meaning Kent Old Persian [1950] 204); R. Martin, Rev. Ph. 1957, 72-81Page in Frisk: 1,718Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴκρια
-
16 κατῆλιψ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κατῆλιψ
См. также в других словарях:
ἰκρίωμα — scaffold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικρίωμα — το (ΑΜ ἰκρίωμα) [ικριώ] προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά 2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα νεοελλ. εξέδρα για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
ικρίωμα — το, ατος 1. σκαλωσιά, εξέδρα. 2. μικρή εξέδρα όπου γίνεται η εκτέλεση καταδίκου, αγχόνη: «Ανεβαίνω στο ικρίωμα» (θανατώνομαι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ικρίωμα ή σκαλωσιά — Πρόχειρη κατασκευή που χρησιμεύει στο να γίνει δυνατή η εργασία και η προσπέλαση των εργατών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης ενός κατασκευαστικού έργου. Στο παρελθόν τα ι. κατασκευάζονταν μόνο από ξύλο, σήμερα όμως συναρμολογούνται από χάλυβα… … Dictionary of Greek
ἰκριώματα — ἰκρίωμα scaffold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
αναδενδράδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται φυτά που αναρριχώνται σε δέντρα. Ειδικότερα όμως o όρος χρησιμοποιείται για τα αμπέλια που στηρίζονται πάνω σε δέντρα ή τεχνητά στηρίγματα, δηλαδή τις γνωστές μας κρεβατίνεςκληματαριές. * * * και αναδεντράδα, η (Α… … Dictionary of Greek