-
1 Ιπποδρόμος
-
2 Ἱπποδρόμος
-
3 ιπποδρόμος
-
4 ἱπποδρόμος
-
5 ιππόδρομος
-
6 ἱππόδρομος
-
7 ιπποδρομος
I.ὅ ( в Сицилии) конник, конный солдатἱπποδρόμοι ψιλοί Her. — гипподромы, легковооруженная конница
II. -
8 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ὁ,2 race-course for chariots, Pl.Criti. 117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱ.,= circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph.,ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23
.II [full] ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman,ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόδρομος
-
9 ἱππόδρομος
-ου ὁ N 2 2-0-0-0-3=5 Gn 48,7(bis); 3 Mc 4,11; 5,46; 6,16hippodrome 3 Mc 4,11*Gn 48,7 ἱπποδρόμου of the hippodrome -שׁאפר (בדרך) for MT אפרת (בדרך) (on the way to) EphrathCf. HARL 1986a, 303; WEVERS 1993, 811 -
10 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος: course for chariots, Il. 23.330.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππόδρομος
-
11 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren -
12 ἱπποδρόμος
ἱππο-δρόμος, ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei -
13 ιππόδρομος
hipodrom, at meydanı -
14 ιπποδρόμω
ἱππόδρομοςchariot-road: masc nom /voc /acc dualἱππόδρομοςchariot-road: masc gen sg (doric aeolic)ἱπποδρόμοςchariot-road: masc nom /voc /acc dualἱπποδρόμοςchariot-road: masc gen sg (doric aeolic)——————ἱππόδρομοςchariot-road: masc dat sgἱπποδρόμοςchariot-road: masc dat sg -
15 Ιπποδρόμω
Ἱπποδρόμοςmasc nom /voc /acc dualἹπποδρόμοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἱπποδρόμοςmasc dat sg -
16 ιπποδρόμοις
-
17 ἱπποδρόμοις
-
18 ιπποδρόμου
-
19 ἱπποδρόμου
-
20 ιπποδρόμους
См. также в других словарях:
Ἱπποδρόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόδρομος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — ο ιπποδρόμιο: Φαληρικός ιππόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποδρόμω — ἱππόδρομος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱππόδρομος chariot road masc gen sg (doric aeolic) ἱπποδρόμος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμοις — ἱππόδρομος chariot road masc dat pl ἱπποδρόμος chariot road masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμου — ἱππόδρομος chariot road masc gen sg ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμους — ἱππόδρομος chariot road masc acc pl ἱπποδρόμος chariot road masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδρόμω — Ἱπποδρόμος masc nom/voc/acc dual Ἱπποδρόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)