-
1 ίαμβοι
-
2 ἴαμβοι
-
3 μῑμ-ίαμβοι
μῑμ-ίαμβοι, οἱ, in Jamben geschriebene Mimen; Stob. fl. 58, 10, l. d; St. B. v. Μεγαλήπολις.
-
4 ἡρω-ίαμβοι
ἡρω-ίαμβοι, οἱ, ein Gedicht aus Hexametern u. jambischen Versen zusammengesetzt, Tzetz.
-
5 ἴαμβος
ἴαμβος, ὁ (s. ἰάπτω zu Ende; nach den Alten von Ιάμβη, s. Nom. pr.), der Jambus, der bekannte Versfuß ñ –, Plat. Rep. III, 400 b; jambischer Vers, ἴαμβον Ἱππώνακτος ἀνεμιμνησκόμην Ar. Ran. 661, wie Strab. VIII, 354; im plur. jambisches Gedicht, ὁ δ' ἔπη, ὁ δ' ἰάμβους οἷός τε ποιεῖν Plat. Ion 534 c; ὡς ἱστορεῖ Ἀρχέλαος ἐν τοῖς ἰάμβοις Ath. XII, 554 e; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι werden erwähnt X, 445 a; von Archilochos bes. zu Schmähgedichten gebraucht, daher auch Schmäh-, Spottgedicht, ἴαμβοι ὑβριστῆρες Mel. 119 (VII, 3521; λυσσῶντες Hsdriän. 5 (ib. 674, vgl. 69. 70). – Auch die Dichter u. Sänger hießen ἴαμβοι, bes. die einer Art improvisirten Drama's, auch αὐτοκάβδαλοι genannt, Ath. XIV, 622 b.
-
6 κατα-λογάδην
κατα-λογάδην, gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.
-
7 ιαμβος
ὅ1) ямбическая стопа, ямб (U_) Plat., Arst.2) ямбический стих(Ἱππώνακτος Arph.)
ἴ. τρίμετρος Her. — ямбический триметр3) pl. ямбы, ямбическая поэма, т.е. сатира в ямбах(ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.)
-
8 μελιαμβοι
-
9 καταλογάδην
καταλογάδην, Adv.A by way of conversation, in prose, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι, Pl.Smp. 177b, Ly. 204d; τὰ κ. συγγράμματα, opp. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα, Isoc.2.7;οἱ κ. ἴαμβοι Ath.10.445b
, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, IG7.418 ([place name] Oropus), Jul.Or.1.3a.2 in detail, longwindedly, Steph.in Hp.2.238D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογάδην
-
10 μιμίαμβοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμίαμβοι
-
11 μυθίαμβοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθίαμβοι
-
12 ἐφυβριστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφυβριστήρ
-
13 ἴαμνοι
-
14 ὑβριστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑβριστήρ
-
15 ἡρωίαμβοι
ἡρω-ίαμβοι, οἱ, ein Gedicht aus Hexametern u. jambischen Versen zusammengesetzt -
16 ἴαμβος
ἴαμβος, ὁ, der Jambus, der bekannte Versfuß [u -] ; jambischer Vers; im plur. jambisches Gedicht; von Archilochos bes. zu Schmähgedichten gebraucht, daher auch Schmäh-, Spottgedicht. Auch die Dichter u. Sänger hießen ἴαμβοι, bes. die einer Art improvisirten Dramas, auch αὐτοκάβδαλοι genannt -
17 μῑμίαμβοι
μῑμ-ίαμβοι, οἱ, in Jamben geschriebene Mimen -
18 Lampoon
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lampoon
-
19 Pasquinade
subs.Ar. and P. ἴαμβοι, οἱ; see Caricature.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pasquinade
-
20 Satire
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Satire
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostis Palamas — Die Dichter (1919) von Georgios Roilos. Abgebildet sind verschiedene Dichter der Generation von 1880; in der Mitte Kostis Palamas. Kostís Palamás (gr. Κωστής Παλαμάς; * 13. Januar 1859 in Patras; † 27. Februar 1943 in Athen) war ein ne … Deutsch Wikipedia
ГЕРМИПП — • Hermippus, Έρμιππος, 1. поэт древней комедии в Афинах, сын Лисиса, брат комика Миртила. Свида приписывает ему 40 драм; нам известны только 9 по сохранившимся заглавиям и отрывкам, которые в метрическом отношении и в… … Реальный словарь классических древностей
Паламас, Костис — Костис Паламас Κωστής Παλαμάς … Википедия
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
μελίαμβοι — μελίαμβοι, οἱ (Α) είδος λυρικού ποιήματος γραμμένου σε ιαμβικό μέτρο, λυρικοί ίαμβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + ἴαμβος] … Dictionary of Greek
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
Καρντούτσι, Τζοζουέ — (Giosuè Carducci, Βαλ ντι Καστέλο, Δούκα 1835 – Μπολόνια 1907). Ιταλός ποιητής. Ο πατέρας του, κοινοτικός γιατρός, καρμπονάρος και οπαδός του Ματσίνι, και η μητέρα του ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι. Από το 1849 έως το 1852 ο Κ. σπούδασε στη… … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
Παννώτης — Βυζαντινός ποιητής. Έγραψε 30 ιαμβικά δίστιχα, που διασώθηκαν στον λαυρεντιανό κώδικα, στον μαρκιανό και στον παρισινό του 14ου και 15ου αι. Οι ίαμβοι αυτοί έχουν καταχωρηθεί στο παράρτημα της έκδοσης των Αλληγοριών του Ηρακλείδη του Ποντιακού,… … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek