Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταλογάδην

См. также в других словарях:

  • καταλογάδην — by way of conversation indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλογάδην — (AM καταλογάδην) επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λογ άδ ην (< λογάς < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • ARISTEAS — Proconnesius genere, emicuit Cyri et Croesi temporibus, fil. Democharis, aut Caustrobii, Theogoniam scripsisse dicitur, Suidae verbis, καταλογάδην εἰς ἔπηα, Oratione solutâ ad versus mille. Sic interpres habet Admylius Portus, quem sequitur Vosl …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασωπόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος (6ος αι. π.Χ.), μαθητής του Αγελάδα και συμμαθητής του Πολύκλειτου. Συνεργάστηκε με τον Αθηνόδωρο και τον Αργειάδη στην κατασκευή χάλκινων ανδριάντων που προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»