-
1 ιπποτρόφος
-
2 ἱπποτρόφος
-
3 ιππότροφος
-
4 ἱππότροφος
-
5 ἱπποτρόφος
1 rearing horses † ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο† Argos N. 10.41 ἱππο̆τρόφοι τ' ἐγένοντο the Kleonymidai I. 4.14 -
6 ἱπποτρόφος
ἱπποτρόφ-ος, ον, (parox.)II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποτρόφος
-
7 ιπποτρόφοις
-
8 ἱπποτρόφοις
-
9 ιπποτρόφον
-
10 ἱπποτρόφον
-
11 ιπποτρόφου
-
12 ἱπποτρόφου
-
13 ιπποτρόφους
-
14 ἱπποτρόφους
-
15 ιπποτρόφω
-
16 ἱπποτρόφῳ
-
17 ιπποτρόφων
-
18 ἱπποτρόφων
-
19 ιππότροφον
ἱππότροφοςhorse-feeding: masc /fem acc sgἱππότροφοςhorse-feeding: neut nom /voc /acc sg -
20 ἱππότροφον
ἱππότροφοςhorse-feeding: masc /fem acc sgἱππότροφοςhorse-feeding: neut nom /voc /acc sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱπποτρόφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφος — horse feeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποτρόφοις — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφον — ἱπποτρόφος masc/fem acc sg ἱπποτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφου — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφων — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφῳ — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφον — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc sg ἱππότροφος horse feeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)