-
21 ιπποτρόφοι
-
22 ἱπποτρόφοι
-
23 ἵππιος
ἵππιος, ἵππειος1 of horses, horsemen; equestrian ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. l. - είῳ: i. e. the equestrian tune attributed to Olympos, [Plut.], de mus. 7) O. 1.101 ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν harness O. 13.20 cf. χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν i. e. with cavalry N. 9.22 “ἄγε, φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” i. e. bridle to tame Pegasos O. 13.68 καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (Heyne: ἵππειον codd.: i. e. τῶν ἵππων) P. 2.12 ἱππιᾶν ἐσόδων (M. Schmidt: ἱππείαν ἔσοδον codd.: locus non sanatus) P. 6.50 ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Hermann: ἱππείων codd.) N. 9.9 ἐς Ἄργος ἵππιον (i. e. ἱππικόν Σ: cf. ἱπποτρόφος) I. 7.11 as cult title of Athena, θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνα (byz.: - είᾳ codd.: at Korinth) O. 13.82 -
24 θρεψίππας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρεψίππας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱπποτρόφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφος — horse feeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτρόφος — ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, ον) (για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους νεοελλ. αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους αρχ. αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τρόφος (<… … Dictionary of Greek
ιπποτρόφος — ο 1. αυτός που συντηρεί ίππους και καταγίνεται με την αναπαραγωγή τους. 2. (για τόπους) αυτός που έχει άφθονους ίππους, που καλλιεργεί την ιπποπαραγωγή: Η Θεσσαλία είναι ιπποτρόφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποτρόφοις — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφον — ἱπποτρόφος masc/fem acc sg ἱπποτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφου — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφων — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut gen pl ἱπποτρόφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποτρόφῳ — ἱππότροφος horse feeding masc/fem/neut dat sg ἱπποτρόφος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππότροφον — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc sg ἱππότροφος horse feeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)