-
1 ιπποτρόφους
-
2 ἱπποτρόφους
См. также в других словарях:
ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποτροφικός — ἱπποτροφικός, ή, όν (ΑΜ) [ιπποτρόφος] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιπποτρόφο αρχ. 1. πάπ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱπποτροφικόν μερίδα που δινόταν σε ιπποτρόφους 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπποτροφική η ιπποτροφία, το σύνολο τών γνώσεων για τη διατροφή,… … Dictionary of Greek