Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱπποτρόφους

См. также в других словарях:

  • ἱπποτρόφους — ἱππότροφος horse feeding masc/fem acc pl ἱπποτρόφος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποτροφικός — ἱπποτροφικός, ή, όν (ΑΜ) [ιπποτρόφος] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ιπποτρόφο αρχ. 1. πάπ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱπποτροφικόν μερίδα που δινόταν σε ιπποτρόφους 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπποτροφική η ιπποτροφία, το σύνολο τών γνώσεων για τη διατροφή,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»