Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἱππικῶν

См. также в других словарях:

  • ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] …   Dictionary of Greek

  • ιππομαχία — η (Α ἱππομαχία) [ιππομάχος] μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • προϊππικός — ή, όν, Α αυτός που γίνεται στο ιπποδρόμιο πριν από την έναρξη τών ιππικών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱππικός (< ἵππος)] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»