-
1 ιππικών
-
2 ἱππικῶν
-
3 ἱππικός
A of a horse or horses, freq. in Trag.,ἱ. ἐκ πλευμόνων A.Th.61
; ἱ. φρυάγματα ib. 245, cf. S.El. 717, 719; ὀχήματα, ἄντυγες, ib. 740, Aj. 1030; .2 of horsemen or chariots,ἀγών Hdt.1.167
, And.4.26 (pl.); inἱππικῶν ἀγών S.El. 698
, ἱππικῶν is prob. neut. (v. infr. iv); δρόμος ib. 754; ναυάγια ib. 730; .3 = Lat. equester, τάξις, ἀξίωμα, D.H.12.1, Plu.Pomp.23; of persons, of equestrian rank,ἱ. ἄνδρες Str.3.4.20
, cf. IGRom.3.474 (Lycia, iii A.D.), etc.II of riding or horsemanship, equestrian, X.HG5.3.20; ἱ. ἄσκησις training in horsemanship, IG22.1042.21, al.; ἱ. ἡγήτωρ leader of the knights, ib.3.693; skilled in riding, opp. ἄφιππος, Pl.Prt. 350a, al.: [comp] Comp., Satyr.1, Phld.Mus.p.6 K.: [comp] Sup., Arr.Tact.16.9.2 ἡ -κή (sc. τέχνη), horsemanship, riding, Ar.Nu.27, etc.; περὶ -κῆς, title of treatise by Xenophon;ἱ. ἐπιστήμη Pl.La. 193b
;ἱ. λόγοι X.HG5.3.20
; τὰ ἱ. [πράγματα] Pl. Alc.1.124e, cf. Thg. 126a; ἡ ἐμὴ ἱ. this riding of mine, Lys.24.10.V Adv. - κῶς like a horseman: [comp] Sup. - κώτατα with best horsemanship, X. Oec.21.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππικός
-
4 πρίω
πρίω [(A)] (later πρίζω, πριόω, qq. v.), imper.A , Ar.Ra. 927: [tense] impf. ἔπῑον ([etym.] ἐξ-) Th.7.25 : [tense] aor.ἔπῑσα Hp.VC14
, Th.4.100: [tense] pf. πέπρῑκα ([etym.] ἐμ-) D.S.17.92:—[voice] Med., Babr.28.8, Luc.DMeretr.12.2:— [voice] Pass., [tense] fut.πρισθήσομαι Aen.Tact.19
: [tense] aor.ἐπρίσθην Hp.Epid.5.16
, 27: [tense] pf.πέπρισμαι Id.VC15
, Dsc.4.65, ([etym.] δια-) Pl.Smp. 193a, ([etym.] ἐκ-) Ar. Pax 1135 (dub.):—saw, π. δίχα saw asunder, Th.4.100;π. τὸν ἐλέφαντα Luc.Hist.Conscr.51
: abs., prob. in Ar.V. 694:—[voice] Pass.,κέρατα ὅταν πρισθῇ Plu.2.953b
;χειρὸς.. πριομένης
cut, abraded,Opp.
H. 3.315.2 in surgery, trephine, Hp.VC12, al., Epid.II.cc.II π. ὀδόντας grind or gnash the teeth, in disease, Hp.Prog.3; esp. with rage,μὴ πρῖε τοὺς ὀδ. Ar.Ra. 927
;τὰς σιαγόνας πρίων Babr.96.3
:—[voice] Med., Luc.DMeretr.12.2.2 generally, bite,ὀδόντι πρῖε τὸ στόμα S. Fr. 897
; [ἀμίαι] πρίουσι Opp.H.2.575
: metaph.,θυμὸν ὀδὰξ πρίοντες Id.C.4.139
; ἐπί οἱ πρῖεν χόλον gnashed fury against him, A.R.4.1671:—[voice] Pass., to be irritated, provoked, τινι by or at a thing,πριομένα κάλλει Γανυμήδεος AP9.77
(Antip. Thess.);ἔνδοθεν δὲ πρίεται Men.902
; but μὴ πρίου is prob. f.l. for μὴ πρήθου (cj. Bgk.) in Babr. 28.8.III seize as with the teeth, grip, bind fast, , cf.ἐκ 1.6
. [[pron. full] ῑ: [pron. full] ῐ only in later Poets,ἀπέπρῐσε AP11.14
(Ammian.).]------------------------------------πρίω [(B)], imper. of ἐπριάμην,A v. Πρίαμαι. -
5 στρατεία
A expedition, campaign, στρατηΐην ποιεῖσθαι ἐς.., ἐπὶ.. , Hdt.1.71, 171, etc.;πολλὰς σ. ἐποιήσαντο Th.2.11
;σ. ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν E.Supp. 116
;σ. ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο Pl.Smp. 219e
, cf. IG12(2).645.15 ([place name] Nesus), etc.; ἀπὸ στρατείας coming from war, after service done, A.Ag. 603, Eu. 631; κατὰ τὴν Σιτάλκου ς. about the time of his expedition, Th.2.101;εἰς δὲ σ. πάντας Ἀργείους ἄγων E.Supp. 229
; ἐπὶ στρατείας εἶναι to be on foreign service, Pl.Smp. 220c (codd., στρατιᾶς Cobet, Burnet); soἐν στρατείᾳ ὄντας X.Cyr.5.2.19
; ἐν τῇ ς. PEnteux.48.3 (iii B.C.);παραγγέλλειν τινὶ σ. κατὰ γῆν X.HG7.1.13
;ἐκδήμους σ. οὐκ ἐξῇσαν Th.1.15
; στρατείαν ξυνεξελθεῖν ib.3;σ. δ' οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
, cf. OGI5.44 (Scepsis, iv B.C.);τῆς σ. γιγνομένης ἐκ καταλόγου Arist.Ath.26.1
; freq. in pl., military service, warfare, Pl.R. 404a; πρὸς ταῖς αὑτοῦ ς. in addition to the campaigns which he is bound to serve, Id.Lg. 878d;ἐν ταῖς σ. μισθοφορεῖν Arist.Ath.27.2
;ἀπὸ σ. ἱππικῶν IGRom.3.58
([place name] Bithynia);στρατείας στρατεύεσθαι IG22.505.54
; ἀφειμένος στρατείας, = Lat. exauctoratus, Plu.2.274a.2 σ. ἐν τοῖς ἐπωνύμοις levy of those liable to serve in the year of such and such archons, Harp. s.v., cf. Arist.Ath.53.7.3 σ. ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν expedition for special service, to train the young soldiers next after serving as περίπολοι, Aeschin.2.168, cf. Suid. s.v. τερθρεία.5 military appointment,ἐπώλησε στρατείας Id.72.12
.— στρατιά is a constant v.l., and is sts. undoubtedly used= στρατεία ( campaign), v. στρατιά 11 and cf. Sch.Ar.Th. 835 (= Eup.369); but στρατεία= army, expeditionary force is very rare, E.IA 495 (restd. in Rh. 263 (lyr.)): in Inscrr. στρατεία never = army, but both - εία (IG22.1132.14, SIG398.2 (Cos, iii B.C.), al.) and - ιά (q.v.) = campaign.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεία
-
6 ὠκύπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύπους
См. также в других словарях:
ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MARRUGINA — in Glossis optimae notae redditur εἶδος παλεούρουἔςι δὲ ἀκανςθῶδες δένδρον, paliuri species, quoe est arbor spinosa. Ubi marrugina idem videtur, quod μάραγνα; quam vocem usurpat Chaldaeus Interpres, ad locum 1. Regum c. 12. v. 11, Pater meus… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] … Dictionary of Greek
ιππομαχία — η (Α ἱππομαχία) [ιππομάχος] μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
προϊππικός — ή, όν, Α αυτός που γίνεται στο ιπποδρόμιο πριν από την έναρξη τών ιππικών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱππικός (< ἵππος)] … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek