-
1 ιππάρχης
ἱππάρχηςmasc nom sgἱ̱ππάρχης, ἱππαρχέωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἱππαρχέωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἱππάρχης
ἱππάρχηςmasc nom sgἱ̱ππάρχης, ἱππαρχέωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἱππαρχέωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 ιππαρχης
-
4 ἱππάρχης
-ου ὁ N 1 0-1-0-0-0=1 2 Sm 1,6commander of cavalry, horse captain -
5 ἱππάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππάρχης
-
6 ιππάρχαι
-
7 ἱππάρχαι
-
8 ιππάρχας
-
9 ἱππάρχας
-
10 ιππάρχου
-
11 ἱππάρχου
-
12 ἵππ-αρχος
-
13 ιππαρχών
-
14 ἱππαρχῶν
-
15 ιππάρχη
-
16 ἱππάρχῃ
-
17 ιππάρχην
-
18 ἱππάρχην
-
19 ἵππαρχος
ἵππαρχ-ος, ὁ,II commander of cavalry,τῆς ἵππου Hdt.7.154
; at Athens, IG22.116.15 (iv B.C.), Ar.Av. 799, Lys.16.8, Pl.Lg. 755c, 880d, X.Eq.Mag.1.7,al.;ἵ. εἰς Λῆμνον χειροτονεῖν Hyp.Lyc.17
, cf. D. 4.26; in other states, Th.4.72, IG7.2466 (Thebes, iii B.C.), etc.; in the Achaean league, ib.5(2).344.7 ([place name] Orchomenus), etc.; = Lat. magister equitum, D.S.12.64, Plu.Cam.5, etc.; = praefectus equitum, App.Hisp.47; cf. ἱππάρχης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵππαρχος
См. также в других словарях:
ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ἱππάρχης — masc nom sg ἱ̱ππάρχης , ἱππαρχέω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἱππαρχέω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχαι — ἱππάρχης masc nom/voc pl ἱππάρχᾱͅ , ἱππάρχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαρχῶν — ἱππάρχης masc gen pl ἱππαρχέω to be pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχην — ἱππάρχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχῃ — ἱππάρχης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχας — ἱππάρχᾱς , ἱππάρχης masc acc pl ἱππάρχᾱς , ἱππάρχης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχου — ἵππαρχος ruling the horse masc gen sg ἱππάρχης gen sg (ionic) ἱππάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
υφιππάρχης — ὁ, Α βοηθός ιππάρχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἱππάρχης «διοικητής, αρχηγός ιππικού»] … Dictionary of Greek