-
1 Ιππάρχων
-
2 Ἱππάρχων
-
3 ιππαρχών
-
4 ἱππαρχῶν
-
5 ιππάρχων
-
6 ἱππάρχων
См. также в других словарях:
ἱππαρχῶν — ἱππάρχης masc gen pl ἱππαρχέω to be pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππάρχων — Ἵππαρχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππάρχων — ἵππαρχος ruling the horse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππαρχείον — ἱππαρχεῑον, τὸ (A) [ίππαρχος] αρχηγείο τών ιππάρχων … Dictionary of Greek