-
1 αυτοέντης
-
2 αὐτοέντης
-
3 αὐτοέντης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοέντης
-
4 αυτοέντας
αὐτοέντᾱς, αὐτοέντηςa murderer: masc acc plαὐτοέντᾱς, αὐτοέντηςa murderer: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 αὐτοέντας
αὐτοέντᾱς, αὐτοέντηςa murderer: masc acc plαὐτοέντᾱς, αὐτοέντηςa murderer: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 αυτοένταις
-
7 αὐτοένταις
-
8 αυτοέντην
-
9 αὐτοέντην
-
10 αυτοέντου
-
11 αὐτοέντου
-
12 αὐθέντης
A murderer, Hdt.1.117, E.Rh. 873, Th.3.58; , A.R.2.754; suicide, Antipho 3.3.4, D.C.37.13: more loosely, one of a murderer's family, E.Andr. 172.2 perpetrator, author,πράξεως Plb.22.14.2
;ἱεροσυλίας D.S.16.61
: generally, doer, Alex.Rh.p.2S.; master,δῆμος αὐθέντης χθονός E.Supp. 442
; voc.αὐθέντα ἥλιε PMag.Leid.W.6.46
; condemned by Phryn.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθέντης
См. также в других словарях:
αυτοέντης — αὐτοέντης, ο (Α) 1. αυθέντης 2. αυτουργός, φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αφέντης] … Dictionary of Greek
αὐτοέντης — a murderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοένταις — αὐτοέντης a murderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοέντην — αὐτοέντης a murderer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοέντου — αὐτοέντης a murderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοέντας — αὐτοέντᾱς , αὐτοέντης a murderer masc acc pl αὐτοέντᾱς , αὐτοέντης a murderer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοεντία — αὐτοεντία, η (Α) [αυτοέντης] το να σκοτώσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια, φυσική αυτουργία … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek