-
1 ἱερογλυφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερογλυφέω
-
2 ἱερογλυφικός
A hieroglyphic: ἱερογλυφικά, with or without γράμματα, τά, D.S.3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.Philopatr.21, Dam.Isid.98, etc. Adv.- κῶς PMag.Leid.V.8.29
:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερογλυφικός
-
3 ἱερογλυφιστί
A in hieroglyphic characters, PMag.Leid.W.2.37,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερογλυφιστί
-
4 ἱερόγλυφος
ἱερόγλῠφ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερόγλυφος
См. также в других словарях:
άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… … Dictionary of Greek