-
1 ιεραπόλος
-
2 ἱεραπόλος
-
3 ἱεραπόλος
ῐερᾱπόλος, -ον -
4 ἱεραπόλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεραπόλος
-
5 μάντις
1 prophet(ess) ( αἶνος),ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
“ ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus O. 6.17 περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos O. 6.50Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.2
ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν Polyidos O. 13.74 μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισιθεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος P. 4.190
Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) P. 11.6 μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra P. 11.33 μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος Amphiareus N. 10.9 εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ Herakles I. 6.51 ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι ( ὕμνων post θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5. -
6 τελέω
τελέω (τελεῖς, -εῖ; -έων: fut. τελέσσω, τελέσει: impf. τέλει: aor. (ἐ)τέλεσσεν, τέλεσαν; τέλεσσον; τελέσαις, -άντων: τελέσαι, τελέσσαι: pass. aor. τελεσθέντων: pf. τετελεσμένον.)aI bring to pass, bring aboutτελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις” P. 4.230ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.49
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
“Κρονίων, τελεῖς ς[ ]πεπρωμέναν πάθαν (Π̆{ac} et Σ: τέλει Π̆{pc}: δύναται τελέω ἐπιτελέω Σ.) Πα. 8A. 15.II fulfil (prophecies) ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (sc. Οἰδίπους) O. 2.40 “ τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον” P. 4.165III bring to fulnessθεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
IV complete ( ναῦν) τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (τέλεσεν Σ̆{γρ˙}, Wackernagel) P. 4.246b bring to birthτὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9
“ νῦν σε ( Δία) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” I. 6.46 τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 52.c pay tribute of c. acc. & dat.παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις P. 1.79
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.68
d dub., ? reckon up ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαιονίδας εἶπεν ( νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν Pauw, cf. Fraenkel on Ag. 562: τὰς πυρὰς ὁ Πίνδαρος καταριθμεῖται οὐ πρὸς αὐτοὺς τοὺς στρατηγοὺς ἀλλὰ τὰ τούτων στρατεύματα Σ; of the army of the Seven, cf. Thummer, 17̆{2}) O. 6.15e fragg. τελέσαι δ' ὀλ[ κα]τελάμβανον[ (Snell: τελε.αι G-H: τελεται Lobel) Πα. 12. 1. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5. -
7 ὡς
ὡςa in comparisons,I =ὥσπερ Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.18
Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1.. προβάτων ἐκ πάντων κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ, θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 2.* cf. ὥς b.II ὡς εἰ, c. ind.φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
, v. ὥσει.d ἢ ὡς (= ἢ ὤστε) εὑρήσεις ἐρευνῶν μᾶσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (“als du blicken kannst,” Dornseiff) O. 13.113 οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (at potius ad O. 1.81 referendum, nott. Snell) ?fr. 342.b epexeg.I c. ind., how δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὤς τ' κοιτάξατο ὥς τέ οἱ παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (bis) O. 13.75—6. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὡς (Hermann: ὥς τ codd.) οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (anacoluthon!) N. 1.35—7.αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς N. 5.30
cf. P. 9.98II c. ἄν + opt. (v. Goodwin, M & T, 329̆{2}) μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶνφίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.42
c final,I c. subj.ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.36
II c. opt.πέφνε δ' Εὔρυτον, ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.28
χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον ἱερὰν νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν P. 4.7
d causal, = ἐπεί c. ind.δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν O. 13.45
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
e temporal, after c. ind.ὡς δ' ἄφαντος ἔπελες οὐδὲ φῶτες ἄγαγον, ἔννεπε κρυφᾷ τις O. 1.46
f in phrases,I ὡς τάχος, with all speed “ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν” P. 4.164II c. superl. adv. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible N. 9.29III c. adj., restrictive ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν ( ἕκαστα v. l.: according to their individual wishes, Burton) P. 9.98 -
8 ἱεραπολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεραπολέω
См. также в других словарях:
ιεραπόλος — ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α) ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αι πόλος, θεη πόλος). Ο τ. αντί *ιεροπόλος με ᾱ και η προς αποφυγή … Dictionary of Greek
ἱεραπόλος — chief priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεραπολώ — ἱεραπολῶ, έω (Α) [ιεραπόλος] είμαι ιεραπόλος* … Dictionary of Greek
Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεραπολία — ἱεραπολία, ιων. τ. ἱεραπολίη, ἡ (Α) [ιεραπόλος] το αξίωμα τού ιεραπόλου … Dictionary of Greek
ιερηπόλος — ἱερηπόλος, ὁ (Α) ο ιεραπόλος* … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek