-
1 ἱεραπόλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεραπόλος
См. также в других словарях:
ιερηπόλος — ἱερηπόλος, ὁ (Α) ο ιεραπόλος* … Dictionary of Greek
ιεραπόλος — ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α) ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αι πόλος, θεη πόλος). Ο τ. αντί *ιεροπόλος με ᾱ και η προς αποφυγή … Dictionary of Greek