Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱερηπόλος

См. также в других словарях:

  • ιερηπόλος — ἱερηπόλος, ὁ (Α) ο ιεραπόλος* …   Dictionary of Greek

  • ιεραπόλος — ἱεραπόλος και ἱερηπόλος, ὁ (Α) ανώτατος ιερέας σε ορισμένες ελληνικές πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πόλος «ο ασχολούμενος, αυτός που φροντίζει για...»< πέλω / πέλομαι (πρβλ. αι πόλος, θεη πόλος). Ο τ. αντί *ιεροπόλος με ᾱ και η προς αποφυγή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»