Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰ-όντ-ος

См. также в других словарях:

  • .όντ' — ὅντε , ὅστε who masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄντ' — ὄντα , εἰμί sum pres part act masc acc sg ὄντα , εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ὄντι , εἰμί sum pres part act masc/neut dat sg ὄντε , εἰμί sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual ὄντα , ὄντα sum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅντ' — ὅντε , ὅστε who masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Compensatory lengthening — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • Καρκασόν — (Carcassonne). Πόλη (44.000 κάτ. το 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Οντ (6.139 τ. χλμ., 309.770 κάτ.). Είναι χτισμένη στη συμβολή της διώρυγας της Μεσημβρίας με τον ποταμό Οντ, 80 χλμ. ΝΑ της Τουλούζ. Είναι αγορά αγροτικών… …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • Paleontology — Palaeontology redirects here. For the scientific journal, see Palaeontology (journal). Paleontology studies the entire history of life on Earth. Paleontology (pronounced /ˌpælɪɒnˈtɒlədʒi/; British: palaeontology; from Greek: παλαιός… …   Wikipedia

  • Флексия — (грамм., от лат. flexio = изгиб, движение). Этим термином в языкознании обозначаются разные виды изменения слов или корней, с которым связано выражение различных грамматич. отношений: у имен и местоимений числа, падежей, у глагола числа, лица,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • SCALPELLUM Scriptorium — quô calami ad scribendum olim aptabantur et temperabantur, γλύφανον Graecis dictum est, quae vox alias caelum notat, quô argentarii operantur. Sed et γλυπτὴρ, et γλυφέυς et γλυφὶς. Nam γλύφειν κάλαμον dicebant, qui acuebatur: alias ὀξυν´ειν. Unde …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γαγάτης — Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς …   Dictionary of Greek

  • επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»