Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἰύκτης

См. также в других словарях:

  • ιυκτής — ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) [ιύζω] 1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει 2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής …   Dictionary of Greek

  • ἰυκτά — ἰ̱υκτά̱ , ἰυκτής one who shouts masc nom/voc/acc dual ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc voc sg ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰυκτάς — ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc acc pl ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»