-
1 ζωμός
ζωμός, ὁ (ζέω), Brühe, bes. von gekochtem Fleisch, Suppe; ἑφϑὸν ἐκ ζωμοῦ κρέας Ar. Equ. 1174; Pax 700 u. öfter; Plat. Lys. 209 d; Ath. XII, 516, lu. öfter; ζωμοῠ ἀρυστρίς, = ζωμήρ υσις, Ep. ad. 107 ( Plan. 9). Bekannt ist die schwarze Suppe der Spartaner, ὁ μέλας ζωμός, Plut. Lyc. 12; VLL, – Bei Anaxandrid. Ath. VI, 242 e wird Einer, der λιπαρὸς περιπατεῖ, komisch ζωμός genannt. – Uebertr., ein Blutbad, vgl. Casaub. Theophr. Char. 8, 2.
-
2 ζωμός
ζωμός, ὁ, Brühe, bes. von gekochtem Fleisch, Suppe. Bekannt ist die schwarze Suppe der Spartaner, ὁ μέλας ζωμός. Übertr., ein Blutbad -
3 ζωμος
ὁ ζ. ὑός Arst. — похлебка из свинины;
-
4 ζωμός
ζωμόςsoup: masc nom sg -
5 ζωμός
A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq. 1174, Pax 716, al.; οἱ ζ. οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat ([etym.] πιμελή), Arist.HA 520a8, cf. PA 651a29; ζ. μέλας black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr.Char.8.7.2 Com. name for fat, greasy fellow,λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5
, cf. Aristopho 4.3.3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B. -
6 ζωμός
Grammatical information: m.Meaning: `sauce, soup' (Asios, Ar., Arist.).Compounds: Rarely in compp., e.g. εὔ-ζωμον n. `Eruca sativa' (Thphr.; prop. `making good sauce'; cf. Strömberg Pflanzennamen 107).Derivatives: Dimin. ζωμίον (pap. IIa), - ίδιον (Ar.), - άριον (med.); ζωμίλη ἄνηθον (`dill') H., Phot. (on the formation Chantraine Formation 249). Denomin. verb ζωμεύω `boil into soup' (Ar., Hp.) with ζωμεύματα pl. `soups' (Ar. Eq. 279; cf. Chantraine 188).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Generally connected with ζύμη but ablaut ō(u): ū (Schwyzer 346) is improbable, on the suffix μο- Schwyzer 492, Chantraine 132ff. Diff. (to ζέω) Bréal MSL 12, 314f.; against this Sommer Lautstud. 153. - See on ζύμη.Page in Frisk: 1,617Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζωμός
-
7 ζωμός
-
8 ζωμός
-οῦ ὁ N 2 0-4-2-0-0=6 Jgs 6,19.20; Is 65,4soup, sauce, broth Is 65,4Cf. BARTHÉLEMY 1992, 205-206 -
9 ζωμός
[эомос]ουσ α отвар, бульон. -
10 ζωμοί
ζωμόςsoup: masc nom /voc pl -
11 ζωμούς
ζωμόςsoup: masc acc pl -
12 ζωμόν
ζωμόςsoup: masc acc sg -
13 ζωμιδιον
-
14 σδωμός
-
15 μόσχειος
μόσχειος, vom Kalbe; κρέα, Kalbfleisch, Xen. An. 4, 5, 31; auch τὰ μόσχεια allein, Pallad. 21 (IX, 377); δέρμα, Pol. 6, 23, 3; – κυνοῦχος, Xen. Cyn. 2, 10, Hundeleine aus Kalbsleder, auch ἱμάς, zum Geißeln gebraucht, worauf das Wortspiel mit ζωμὸς μόσχειος bei Ath. XIII, 585 c geht.
-
16 ζωμίδιον
-
17 καρῡκεία
-
18 καθ-ηδύνω
καθ-ηδύνω, sehr süßen, würzen, ζωμὸς καϑηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.
-
19 δωμός
δωμός, ὁ, dor. = ζωμός, E. M. 316, 56 und danach durch Bergk hergestellt bei Epilyc. Ath. IV, 140 a.
-
20 αἱματία
αἱματία, ἡ, die Blutsuppe der Lacedämonier, Poll. 6, 57, μέλας ζωμός.
См. также в других словарях:
ζωμός — soup masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ζωμός — ο 1. εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών, που προέρχεται από βρασμό με νερό, το ζουμί. 2. «μέλας ζωμός», η κυριότερη τροφή στα συσσίτια των αρχαίων Σπαρτιατών, η οποία γινόταν από χοιρινό κρέας που βραζόταν μέσα σε αίμα, όπου έριχναν αλάτι και ξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
ζωμοῖς — ζωμός soup masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῖσι — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῖσιν — ζωμός soup masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοί — ζωμός soup masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμοῦ — ζωμός soup masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμούς — ζωμός soup masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμῶν — ζωμός soup masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)