-
21 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
22 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
23 μπατάλης
ισσα, ικο слишком жирный, обрюзгший, неуклюжий, неповоротливый -
24 ντερμπεντέρης
ισσα, ικο 1. сердечный, душевный;2. (о, η) сердечный человек, душа-человек -
25 οкνιάρης
-
26 τζαναμπέτης
ισσα, ικο строптивый, своенравный -
27 земляк
-а α.-чка, -и θ.συχωριανός, -ή, συμπατριώτης, -ισσα, συντοπίτης, -ισσα, συμπολίτης, -ισσα. -
28 σκυλομούρης
α и ισσα, ικο, σκυλομούτρης, ισσα, ικο1) с собачьей мордой; 2) презр, бесстыдный, наглый, нахальный -
29 вещун
-а α., -ья, -и θ.παλ. προφήτης, -ισσα, μάντης, -ισσα, προγνώστης, -τρία. -
30 гражданин
-а, πλθ. граждане• -дан α., -ка -и θ.1. πολίτης, -ισσα, ιδιώτης, -ισσα•почетный гражданин επίτιμος πολίτης.
2. παλ. βλ. горожанин.εκφρ.потомственный почетный – παλ.επίτιμος πολίτης μη ευγενούς καταγωγής (τίτλος). -
31 ренегат
-а α.-ка, -и θ.αποστάτης, α-ποστάτρια, -ισσα, εξωμότης, -τρία, -ισσα• ο αρνησίθρησκος, -η. -
32 сомнамбул
-а α. κ. сомнамбула, -ы θ.1. υπνοβάτης, -ισσα, νυχτοβάτης, -ισσα.2. παλ. ο εύκολα υπνωτιζόμενος. -
33 эквилибрист
-а α.-ка, -и θ.ακροβάτης, -ισσα, σχοινοβάτης, -ισσα• ισορροπ ιστής. || ικανότατος, δεινός, δαιμόνιος, διαβολεμένος. -
34 Issa [1]
1. Issa, ae, f. (Ἴσσα), I) Name eines Hündchens, Mart. 1, 110, 1. – II) Insel des Adriat. Meeres, die wichtigste an der Küste von Dalmatien, j. Lissa, Caes. b. c. 3, 9, 1. Liv. 43, 9, 5. – Dav.: A) Issēnsis, e, issäisch, Liv.: Plur. subst., Issēnsēs, ium, m., die Bewohner von Issa, die Issäer, Liv. – B) Issaeus, a, um (*Ἰσσαϊκός), issäisch, Liv.: Plur. subst., Issaeī, ōrum, m., die Einw. von Issa, die Issäer, Liv. – C) Issaicus, a, um (*Ἰσσαϊκός), issäisch, Liv. 32, 21, 27 (wo Madvig Issaei lembi lesen will).
-
35 Ισσαιοι
οἱ жители острова Ἴσσα 2 Polyb. -
36 αγγελομάτης
α и ούσα и ισσα, ικο с прекрасными ангельскими глазами, с ангельским взором -
37 αγριομάτης
α и ισσα, ικο смотрящий свирепым взглядом -
38 αετονύχης
α и ισσα, ικο 1. хищный, жадный;2, (ο) плут, мошенник, ловкач -
39 αστοχίαρης
α и ισσα, ικο беспамятный, забывчивый, рассеянный -
40 αυγοφάγος
α и ισσα, ικο любящий яйца, употребляющий много яиц
См. также в других словарях:
Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)