-
101 герцог
-а α., -гиня, -и θ. δούκας, -ισσα. -
102 горновщик
-а α., -ца, -ы θ. τεχνίτης, -ισσα χυτηρίου. -
103 горожанин
-а, πλθ. -ане, -ан α., -анка, -и θ. αστός, -ή, πολίτης, -ισσα, χωραίτης, -ιασα. -
104 дармоед
-а α., -ка, -и θ. χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάγος, -ισσα• παράσιτος, -η. -
105 деревенщина
-ы θ. α. κ. θ. (απλ.) περιφρ. χωριάτης, -ισσα (άξεστος, απολίτιστος). -
106 детерминист
-а α., -ка, -и θ. αιτιοκρά-της, -ισσα, ντετερμινιστής, -τρία. -
107 дипломат
-а α., -ка, -и θ. διπλωμάτης, -ισσα. || επιτήδειος στις συνεννοήσεις. -
108 драпировщик
-а α., -ца, -ы θ. ταπετσέρης, -ισσα, επιπλοποικιλτής. -
109 дружинник
-а α., ца, -ы θ. ντρουζίνικος, -ισσα• μέλος της ντρουζίνας. -
110 заместитель
-я α.-ница, -ы θ.αντικαταστάτης, -ισσα, αναπληρωτής, -ώτρια. -
111 зачинатель
-я α.-ница, -ы θ.Πρωτεργάτης, -ισσα, πρωτουργός. -
112 зачинщик
-а α.-ца, -ы θ.πρωταίτιος, -α, πρωτεργάτης, -ισσα, υποκινητής, -τρία (κυρίως με αρνητική σημασία). -
113 звеньевой
επ.της ομάδας.ουσ. α. звеньевой κ. θ. -ая ομαδάρχης, -ισσα. -
114 кабатчик
-а α.-ца, -ы θ.ταβερνιάρης, -ισσα, κάπελας. || θ. η σύζυγος του ταβερνιάρη. -
115 клеветник
-ά α.-ца, -ы θ.συκοφάντης, -ισσα, αδικοβγάλτης, -ρια. -
116 компатриот
-а α.-ка, -ие. συμπατριώτης, -ισσα. -
117 кореец
-рейца α.-реянка, -и θ.Κορεάτης, -ισσα. -
118 космополит
-а α.-ка, -и θ.κοσμοπολίτης, -ισσα. -
119 красногвардеец
-йца α.-ка, -и θ.κοκκινοφρουρός, -ρίτης, -ισσα. -
120 крестьянин
-а, πλθ. -йне, -ин α.-ка, -и θ.αγρότης, -ισσα, χωρικός, -ή.φοροτελής χωρικός.
См. также в других словарях:
Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)