-
1 Ισσα
ἥ Исса1) древнее название о-ва Лесбос, по имена Иссы, дочери Макарея, возлюбленной Аполлона Diod.2) остров у иллирийского побережья Адриатического моря с городом того же названия Polyb. -
2 αετομ(μ)άτης
ισσα, ικο с орлиным взглядом -
3 αετομ(μ)άτης
ισσα, ικο с орлиным взглядом -
4 ακρογιαλίτης
ισσα, ικο, ακρογιαλίτικος, η, ο прибрежный -
5 ακροθαλασσίτης
ισσα, ικο приморский (о жителе) -
6 αχμάκης
ισσα и α, ικο 1.1) медлительный, неповоротливый; 2) глупый, тупой; 3) простодушный, наивный; простоватый;της φάνηκε — он ей показался чересчур наивным;2. (ο)1) болван, дурак; 2) простак -
7 βερέμης
ισσα, ικο1) хилый, болезненный; 2) ноющий, недовольный; капризный; меланхоличный; 3) злобный -
8 γαλανομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο голубоглазый, синеокий -
9 γαλανομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο голубоглазый, синеокий -
10 διπλοχέρης
ισσα, ικο одинаково хорошо работающий обеими руками -
11 εφταμηνίτης
ισσα, ικο семимесячный (о новорождённом ребёнке), родившийся семимесячным -
12 ζαλιάρης
ισσα, ικο1) вызывающий, причиняющий хлопоты, беспокойство; 2) докучливый, надоедливый -
13 κοντοχωρίτης
ισσα, ικο живущий в соседней деревне; родом из соседней деревни -
14 λίξης
-
15 μάγος
ισσα, ο [ος, ον ] 1.1) магический, волшебный, чудодейственный; 2) обворожительный, пленительный, чарующий; 2. (ο) чародей, маг, колдун, волшебник -
16 μακρολαίμης
ισσα, ικο, μακρόλαιμος, η, ο [ος, ον ] длинношеий -
17 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
18 μαυρομ(μ)άτης
ισσα и α, ικο черноглазый;§ φασόλια μαυρομ(μ)άτικα — маш (сорт тёмной фасоли)
-
19 μπατάλης
ισσα, ικο слишком жирный, обрюзгший, неуклюжий, неповоротливый -
20 ντερμπεντέρης
ισσα, ικο 1. сердечный, душевный;2. (о, η) сердечный человек, душа-человек
См. также в других словарях:
Ἴσσα — Ἴσσᾱ , Ἴσσα fem nom/voc/acc dual Ἴσσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
ακαμάτης, -ισσα — και τρα, ικο φυγόπονος, τεμπέλης: Ακαμάτρας χέρι δεν ιδρώνει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρογιαλίτης, -ισσα, -ικο — και ακρόγιαλος, η, ο αυτός που σχετίζεται με την ακρογιαλιά ή κατοικεί σ αυτή: Άνθρωποι ακρογιαλίτες, δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά απ τη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδρομάρης, -ισσα — και α, ικο αυτός που τρέχει πάνω κάτω, αυτός που ερευνά, αναζήτα εδώ κι εκεί: Ο Δ. Καμπούρογλους ήταν ο αναδρομάρης της Αττικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικοβγάλτης, -ισσα, -ικο — συκοφάντης: Τον έλεγαν αδικοβγάλτη αλλά δεν ήταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροθαλασσίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που μένει στην ακροθαλασσιά ή προέρχεται από παράλιο τόπο: Ακροθαλασσίτης εσύ και να μην ξέρεις κολύμπι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλίφης, -ισσα, -ικο — (λ. ιταλ.), αυτός που ξέρει να καλοπιάνει, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοχρονίτης, -ισσα — ικο 1. που έχει ηλικία εκατό ετών. 2. που πλησιάζει ή ξεπερνάει τα εκατό έτη ηλικίας, ο πολύ γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο — που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)