Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἰξευτήρ

См. также в других словарях:

  • ιξευτήρ — ἰξευτήρ ῆρος, ὁ (Α) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα …   Dictionary of Greek

  • ἰξευτῆρας — ἰξευτήρ fowler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτῆρες — ἰξευτήρ fowler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξευτῆρι — ἰξευτήρ fowler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξευτήριος — ἰξευτήριος, ία, ον (Α) [ιξευτήρ] 1. ο ιξευτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον το κυνήγι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»