-
1 ιλαδόν
-
2 ἰλαδόν
-
3 ίλαδόν
-
4 ιλαδον
-
5 ἰλαδόν
A in troops, Il.2.93, Hdt.1.172 (vv.ll. ἱλ-, εἰλ-): generally, in abundance,κακότητα καὶ ἰ. ἔστιν ἑλέσθαι Hes. Op. 287
. -
6 ἶλαδόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἶλαδόν
-
7 ίλαδόν
ίλαδόν, haufen-, scharenweise, in Menge -
8 παν-ῑλαδόν
παν-ῑλαδόν, in ganzen Haufen, Tzetz. Hom. 433.
-
9 ὁμ-ῑλαδόν
ὁμ-ῑλαδόν, hausen-, schaarenweise; ἐμάχοντο Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες ὁμ., Il. 12, 3, vgl. 15, 277. 17, 730; sp. D., πᾶσαι ὁμιλαδὸν ἠγερέϑοντο, Ap. Rh. 1, 655, vgl. 3, 596. Auch ὁμιληδόν, s. unten.
-
10 ἐπ-ῑλαδόν
ἐπ-ῑλαδόν, = simpl., Dionys. Per. 763.
-
11 ειλαδον
-
12 στιχάω
στιχάω, in Reihe u. Glied stellen, u. med. sich in Reihe u. Glied stellen, u. so einhergehen, marschiren, von Kriegern, ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν, Il. 2, 92, u. oft; von Schiffen, in Reihen u. Geschwadern aufziehen, τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο, 516. 602 u. sonst; auch νομῆες ἅμ' ἐστιχόωντο βόεσσιν τέσσαρες, 18, 577; sp. D., wie Mosch. 2, 116; auch das act. in dieser intr. Bdtg, Ap. Rh. 1, 28; Arat. 191; Orph. Lith. 7, 6.
-
13 εἰλαδόν
-
14 εἰλαδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰλαδόν
-
15 φιλότης
A friendship, love, affection, ;ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od.15.197
, cf. S.Ph. 1122 (lyr.); [full] κατ'ἡλικίην τε καὶ φ. ἰλαδὸν συγγίνεσθαι Hdt.1.172
: pl., Thgn.860; φιλότητι in, with, from friendship or affection, Il.3.453, Od.3.363, 10.43;ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302
; φιλότητί γε yes, in affection [ we are brothers], E.IT 498; φιλότητι χειρῶν with friendly services, Id.Or. 1048; ; φ. μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι ib.83, cf. Od.24.476;παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος 15.158
;φιλότητα παρασχεῖν Il.3.354
, Od.15.55;ἄγειν ἐς φ. Sapph. 1.19
;εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα.. ἥξει A.Pr. 193
(anap.);ὑδαρεῖ σαίνειν φ. Id.Ag. 798
(anap.);φ. τινός
friendship with, affection for,Od.
14.505, S.Aj. 1410 (anap.); διὰ τὴν λίαν φ. βροτῶν by his overgreat love for men, A.Pr. 123 (anap.);ξενίαι καὶ φιλότητες πρός τινας And.1.145
: in addressing persons, ὦ φιλότης, = ὦ φίλος, my dear friend, Pl.Phdr. 228d, Philox.2.7,34; without ὦ, Hp.Ep.17.2 of friendship between states, , cf. 94, 323;ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Lys.2.35
;φ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλοντες ποιεῖσθαι And.3.30
.3 prov.,ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται Pl.Lg. 757a
; more shortly,ἰσότης φ. Arist.EN 1168b8
.4 in Hom., freq. of sexual love or intercourse, in various phrases:μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.6.25
, cf. 3.445, al.;ἵνα μισγεαι ἐν φ. 2.232
; καθεύδετον ἐν φ., παραλέξομαι ἐν φ., Od.8.313, Il.14.237; ὕπνῳ καὶ φ. δαμείς ib. 353, cf. 207, 13.636: less freq. c. gen.,ἀείδειν ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης Od.8.267
;φ. γυναικός Hes. Sc.31
, cf. Th. 374, 405, 625, 822: pl., Pi.P.9.39, N.8.1, Antipho Soph. 49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλότης
-
16 ἐπιλαδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλαδόν
-
17 ἰληδόν
-
18 ἴλη
A band, troop of men, Hdt.1.73, 202; εὔφρονες ἶλαι merry companies, Pi.N.5.38; alsoἴλα λεόντων E.Alc. 581
(lyr.).2 as a military term, troop of horse, prop. of sixty-four men, cf. Arr.Tact.18.2; but varying in number, Ascl.Tact.7.2;= Lat. turma, Plb.6.25.1, al., D.H.6.12, al., Plu.Caes. 45,al.; later,= Lat. ala, IGRom.3.272 ([place name] Galatia), BGU69 (ii A.D.), J. AJ17.10.9, etc.; κατὰ ἴλας,= ἰλαδόν, opp. κατὰ τάξεις, X.An.1.2.16: generally, troop or company of soldiers, S.Aj. 1407 (anap.). -
19 ὁμῑλαδόν
ὁμ-ῑλαδόν, haufen-, scharenweise -
20 πανῑλαδόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ἰλαδόν — ἰ̱λαδόν , ἰλαδόν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλη — η (Α ἴλη και δωρ. τ. ἴλα και ιων. εἴλη) νεοελλ. 1. μονάδα ιππικού τού παλαιού στρατού που αντιστοιχούσε στον λόχο τού πεζικού 2. λόχος τεθωρακισμένων αρχ. 1. πλήθος, ομάδα ανθρώπων 2. πλήθος ζώων 3. στράτευμα, τμήμα στρατού 4. μονάδα ιππικού από… … Dictionary of Greek
ειλαδόν — εἰλαδόν και εἰλαδών και ἰλαδόν (Α) επίρρ. αθρόα … Dictionary of Greek
επιλαδόν — ἐπιλαδόν (Α) [ιλαδόν] επίρρ. κατά ίλες, καθ’ ομάδας … Dictionary of Greek
ιληδόν — ἰληδόν (Α) επίρρ. βλ. ιλαδόν … Dictionary of Greek
πανιλαδόν — Μ επίρρ. κατά στίφη ολόκληρα, με όλους τους λόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἰλαδόν] … Dictionary of Greek
στιχάομαι — Α [στίχος] (επικ. τ.) προχωρώ κατά στίχους, βαδίζω στη σειρά μαζί με άλλους (α. «οὔθ ἅλιοι δελφῑνες ἐπὶ χθονός οὔτε τι ταῡροι ἐν πόντῳ στιχόωσι», Άρατ. β. «ἐστιχόωντο ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek