-
1 ἰατραλείπτης
A surgeon who practises by anointing, friction, and the like, Plin.Ep.10.5(4), Cels.1.1, Gal.13.104, Paul.Aeg.3.47:—hence [suff] ἰατρ-ᾰλειπτική (sc. τέχνη), practice of an ἰατραλείπτης, Plin.HN29.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατραλείπτης
-
2 ἰατρεία
A healing, medical treatment, Hp.Fract.34, al., Plu.Pyrrh.3, Epigr.Gr. 305.1 ([place name] Smyrna), Sammelb. 1934 ([place name] Serapeum).2 metaph., curing, correcting, ; τῆς ἁμαρτίας ib. 1272b2, cf. 1284b19, Plu.2.510c;ἰατρείας ἕνεκεν Arist.EN 1152b32
: pl., ib. 1104b17, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεία
-
3 ἰάτρευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάτρευμα
-
4 ἰάτρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰάτρευσις
-
5 ἰατρευτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρευτέον
-
6 ἰατρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρευτικός
-
7 ἰατρεύω
Aἰήτρευκα Hp.Art.46
: ([etym.] ἰατρός):—treat medically, cure,ἕκαστα Id.Acut.2
;οὐδὲν ἰ. τῆς λύπης Phld.Mus.p.69K.
; τινα Hp.Art. l.c., Pl.Lg. 857d, al.:— [voice] Pass., to be under medical care, Id.R. 357c, Grg. 478bsq., al.; to be cured, IG14.2283 ([place name] Bononia).2 abs., practise medicine, Hp.Art. 72; τίς ὀρθῶς ἰάτρευκεν; Arist.Pol. 1281b40.II metaph., remedy, correct, Id.PA 665a8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεύω
-
8 ἰατρεῖον
A surgery, Hp.Off.2, Pl.R. 405a, Aeschin.1.40, BGU647.3 (ii A.D.); κατ' ἰητρεῖον ἀνόσως διάγειν not to be so ill as to need medical advice, Hp.Epid.1.1: metaph., ψυχῆς ἰ. D.S. 1.49.2 remedy, Androm. ap. Gal.13.832.2 = ἴατρα 11, - εῖα θεοῖς ἐπηκόοις Roussel Cultes Egyptiens 94, al. (Delos, ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρεῖον
-
9 ἰάτρια
-
10 ἰατρικός
A of or for anἰατρός, καρκίνος IG22.47.16
(iv B.C.): - ικόν (sc. τέλος), τό, tax for maintenance of doctor, SIG437 (Delph., iii B.C.), PSI4.371, 388 (iii B.C.); so perh.τὰ ἰατρικά PCair.Zen.36.4
, 13 (iii B.C.); but -ικόν, τό, Milit., medical corps, Arr.Tact.2.1: ἡ -κή (sc. τέχνη), surgery, medicine, Hdt.2.84, 3.129, Hp.VM1, Pl.Grg. 478b, Epicur.Fr. 221, etc. Adv. - κῶς in medical terms,ἐκφέρεσθαι Phld. Po.5.29
, etc.II skilled in the medical art, Pl.R. 455e, etc.; ἰ. ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι by rule, Arist.EN 1181b2, etc.: [comp] Comp. - ώτερος ib. 1097a10;- ώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.Mus.p.6
K.: [comp] Sup. , Gal.Protr.10. Adv.- κῶς Alex.124.13
, etc.2 metaph.,ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Pl.Prt. 313e
.3 of drugs, efficacious,φάρμακα Hp.Ep.16
([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρικός
-
11 ἰατρίνη
A midwife, IG3.134, al., J.Vit. 37, Gal.8.414, Alex.Aphr.Pr.2.64, POxy.1586.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰατρίνη
-
12 ἴατρα
II thank-offering for cure, IG4.951.45 (Epid.),al.; Ὑγιεία, τῷ Τελεσφόρῳ ἴ., ib.1321, 1334; ἰάτρων ἀντί ib. 5(1).1119 ([place name] Geronthrae).
См. также в других словарях:
υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… … Dictionary of Greek
σύνδρομο — (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό Σι κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών). * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
παρακέντηση — (Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek
τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… … Dictionary of Greek
υπόταση — (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή… … Dictionary of Greek
μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων … Dictionary of Greek
παχυσαρκία — (Ιατρ.). Παθολογική αύξηση του βάρους του σώματος, που οφείλεται σε υπερβολική συσσώρευση λίπους στον οργανισμό. Παρατηρείται γενικά μεταξύ των 40 και 50 ετών, αλλά καμιά φορά και από την παιδική ηλικία: (είναι συχνότερη στις γυναίκες και συχνά… … Dictionary of Greek
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek