-
1 ηχος
-
2 ήχος
ήχος οглас – особенные распевы или тоны в церковной певческой музыке. Всех гласов восемь. Каждый глас имеет свой оттенок в переливах голоса и направлен к выражению и пробуждению в христианах достойных чувствований к Богу -
3 ήχος
ο1) звук;ο ήχος τής φωνής — звук голоса;
2) мелодия, мотив;3) эхо -
4 ἦχος
{сущ., 3}1. шум, гул, звук, глас;2. молва, слух.Ссылки: Лк. 4:37; Деян. 2:2; Евр. 12:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἦχος
-
5 ήχος
{сущ., 3}1. шум, гул, звук, глас;2. молва, слух.Ссылки: Лк. 4:37; Деян. 2:2; Евр. 12:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ήχος
-
6 ἦχος
1. шум, гул, звук, глас. 2. молва, слух.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἦχος
-
7 ἦχος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἦχος
-
8 ήχος
[ихос] ουσ α звук. -
9 γοωδης
-
10 επεσβολος
2[ἔπος]1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу(λωβητήρ Hom.)
2) колкий, язвительный(ἦχος ἀοιδῆς Anth.)
-
11 επικλαω
I1) ломать, разбивать2) гнуть, сгибатьἐπικεκλασμένος τὸν αὐχένα Luc. — с согнутой шеей;
ἥ δεξιὰ περὴ τέν κεφαλέν ἐς τὸ ἄνω ἐπικεκλασμένη Luc. — закинутая вокруг головы правая рука3) перен. склонять, смягчать(ἐπικλῶσα γλυκυθυμία Plut.)
ἐ. τινα Plut. — внушить сожаление кому-л., разжалобить кого-л.4) перен. надламывать, лишать мужества, расслаблятьἐπικλασθῆναι (τῇ γνώμῃ) Thuc. — утратить мужество, пасть духом, но тж. быть растроганным;
τὸ ἐπικεκλασμένον Luc. — изнеженность, отсутствие мужестваIIArph. = ἐπικλαίω См. επικλαιω -
12 Οκτώηχος
Οκτώηχος ηОктоих –1) богослужебная книга, содержащая недельные службы восьми гласов;2) музыкальная система восьми гласов в византийской церковнопевческой традицииЭтим.< οκτώ + ήχος «восемь + глас» -
13 2279
{сущ., 3}1. шум, гул, звук, глас;2. молва, слух.Ссылки: Лк. 4:37; Деян. 2:2; Евр. 12:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2279
См. также в других словарях:
ἦχος — sound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ήχος — ο 1. μορφή ενέργειας που παράγει ένα σώμα που βρίσκεται σε παλμική κίνηση: Διάδοση του ήχου. – Ανάκλαση του ήχου. – Ένταση και ύψος του ήχου. 2. καθετί που αντιλαμβανόμαστε με την ακοή: Διαπεραστικός μεταλλικός ήχος. – Εκπέμπω ή παράγω ήχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
ἠχός — ἄγω lead perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχοι — ἦχος sound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦχον — ἦχος sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek