-
1 αρμονια
ион. ἁρμονίη, эп. ἁρμονιά ἥ1) скрепление, связь(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.; τῶν λίθων Diod.)
2) паз, щель3) скрепа(γόμφοι καὴ ἁρμονιαί Hom.)
4) pl. соглашение, договор(μάρτυροι ἁρμονιάων Hom.)
5) установление, порядок(Διός Aesch.)
6) душевный склад, характер(γυναικῶν Eur.)
7) муз. строй, лад(Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pind.; ἁ. Δώριος Arst.)
8) слаженность, соразмерность(ἐν τῷ σώματι Plat.)
9) стройность, гармония(ἐν τοῖς φθόγγοις καὴ ἔργοις Plat.; τῶν φερομένων ἄστρων Arst.)
-
2 γοωδης
-
3 διαχασκω
досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.)
-
4 θρηνωδης
21) похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный(ἁρμονίαι Plat.; μέλος Plut.)
τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. — грустное настроение2) склонный к плачу, плаксивый Plat. -
5 συμποτικος
I3пиршественный(πράγματα Arph.; νόμοι Plat.)
συμποτικαὴ ἁρμονίαι Plut. — застольные песниIIὅ приятный собутыльник Arph., Polyb. -
6 χαλαρος
31) отпущенный, ослабленный(χαλινός Xen.)
ἀφεῖναι τέν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς ἁλύσεσι Thuc. — спустить бревно на цепях2) раздавшийся вширь, широкий, свободный(ὑποδήματα Arph.; θώραξ Xen.; πόροι Arst.)
ἐν ἄρθροις στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Arph. — члены легко вращаются в вертлюгах, т.е. тело легко и подвижно3) расслабленный, изнеженный, томный(ἁρμονίαι Plat.)
χ. ἐν τῷ βαδίζειν Plut. — с расслабленной походкой
См. также в других словарях:
Ἁρμονίαι — Ἁρμονίᾱͅ , Ἁρμονίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίαι — ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίᾳ — ἁρμονίαι , ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek