Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἁρμονίαι

См. также в других словарях:

  • Ἁρμονίαι — Ἁρμονίᾱͅ , Ἁρμονίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονίαι — ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονίᾳ — ἁρμονίαι , ἁρμονία means of joining fem nom/voc pl ἁρμονίᾱͅ , ἁρμονία means of joining fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

  • συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… …   Dictionary of Greek

  • χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»