-
1 ησα
-
2 αμόλ(λ)ησα
и (α)μολλάρισα) μετ.1) ослаблять, распускать (натянутый канат и т. п.); 2) отпускать, давать волю, выпускать на свободу, на волю; αμόλλα το πουλάκι выпусти птицу на волю; αμόλησαν όλους τούς κρατούμενους освободили всех заключённых; 3) оставлять без присмотра, распускать (учеников, детей и т. п.); 4) запускать, поднимать в воздух (шар, бумажный змей и т. п.); 5) неожиданно ударить, выстрелить; του αμόλησε μιά πιστολιά και τον σκότωσε он внезапно выстрелил и убил его;§ αυτός αμόλ(λ)ησαει ψευτιές — он чисто врёт;
αμόλ(λ)ησα τη γλώσσα μου — дать волю языку, распустить язык;
αμόλ(λ)ησα κάθε ντροπή — терять всякий стыд, распуститься;
τίς αμόλ(λ)ησα — испускать газы
-
3 αμόλ(λ)ησα
и (α)μολλάρισα) μετ.1) ослаблять, распускать (натянутый канат и т. п.); 2) отпускать, давать волю, выпускать на свободу, на волю; αμόλλα το πουλάκι выпусти птицу на волю; αμόλησαν όλους τούς κρατούμενους освободили всех заключённых; 3) оставлять без присмотра, распускать (учеников, детей и т. п.); 4) запускать, поднимать в воздух (шар, бумажный змей и т. п.); 5) неожиданно ударить, выстрелить; του αμόλησε μιά πιστολιά και τον σκότωσε он внезапно выстрелил и убил его;§ αυτός αμόλ(λ)ησαει ψευτιές — он чисто врёт;
αμόλ(λ)ησα τη γλώσσα μου — дать волю языку, распустить язык;
αμόλ(λ)ησα κάθε ντροπή — терять всякий стыд, распуститься;
τίς αμόλ(λ)ησα — испускать газы
-
4 αειδω
стяж. ᾄδω (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. ᾄσομαι - эп. тж. ἀείσομαι - редко ἀείσω и ᾄσω, дор. ᾀσεῦμαι и ᾀσῶ, impf. ᾖδον - эп. ἤειδον и ἄειδον, aor. ᾖσα - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. ᾔσθην)1) петь(παιήονα Hom.; ᾄσματα καὴ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ΄ αὐλόν Arst., Plut.)
ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. — с пением петухов;τὰ λεχθέντα καὴ ᾀσθέντα Plat. — повествования и песни;2) воспевать, славить песнями(μῆνιν Ἀχιλῆος, κλέα ἀνδρῶν Hom.; τινά Pind.)
νευρέ ἄεισε Hom. — тетива запела;παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. — быть прославляемым всеми3) pass. оглашаться -
5 ηδω
См. также в других словарях:
ᾖσα — ἀείδω il.Parv.. aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤσαν — ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἤσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγω — ησα, αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο: Άλγω ψυχικά με την εξέλιξη που πήραν οι υποθέσεις μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερομαχώ — ησα, κάνω αερομαχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδονολαλώ — ησα, κελαδώ σαν αηδόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλοθετώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω βραβεία σε αγώνες: Στους φετινούς σχολικούς αγώνες τα βραβεία αθλοθέτησε το υπουργείο Παιδείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματουρώ — ησα, βγάζω με τα ούρα αίμα: Από χθες ο άρρωστος αιματουρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμορραγώ — ησα, έχω αιμορραγία: Χθες αιμορραγούσε πάλι η μύτη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, κάνω κάτι αισθητό με σαφή και ζωηρή παράστασή του: Προσπάθησε να αισθητοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν το πέτυχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισιοδοξώ — ησα, είμαι αισιόδοξος: Αισιοδοξώ για τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισχροκερδώ — ησα, κάνω αισχροκέρδεια: Αυτός χρόνια τώρα αισχροκερδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)