Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἥττητο

См. также в других словарях:

  • ἥττητο — ἡσσάομαι to be less imperf ind mp 3rd sg (attic) ἡσσάομαι to be less plup ind mp 3rd sg (attic) ἡττάω to be less imperf ind mp 3rd sg ἡττάω to be less plup ind mp 3rd sg (attic ionic) ἡττάω to be less imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»