Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἥρπασα

См. также в других словарях:

  • ἥρπασα — ἁρπάζω snatch away aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρπασ' — ἥρπασα , ἁρπάζω snatch away aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥρπασο , ἁρπάζω snatch away plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἥρπασο , ἁρπάζω snatch away perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἥρπασε , ἁρπάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»