Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἤρῐπον

См. также в других словарях:

  • ἤριπον — ἐρείπω throw aor ind act 3rd pl ἐρείπω throw aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHERECLUS — fuit navium architectus, qui naves Pariais ad raptum Helenae ituri fabricavit. Coluthus: Ε῎νθα τανυπρέμνοιο δαϊζόμεναι δρυὲς ὕλης Ἤριπον, ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσ: Φερέκλου. Ὅς ποτε μαργαίνοντι χαριζόμενος Βασιλῆι Νῆας Α᾿λεξάνδρῳ δρυτόμῳ τεκτῄνατο …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»