-
1 ηριπον
-
2 ερειπω
(aor. 1 ἤρειψα, aor. 2 ἤρῐπον; pass.: aor. ἠρείφθην, pf. ἤρειμμαι и ἐρήριμμαι, ppf. ἠρείμμην и ἐρηρίμμην)1) разрушать(ὄχθας καπέτοιο ποσσίν Hom.; τεῖχος Hom., Xen.; πόλιν Soph.; προμαχεῶνα Her.; τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν Plut.)
2) уничтожать, истреблять(γένος τι Soph.)
3) med.-pass. (с aor. ἤρῐπον - эп. тж. ἔριπον) падать, валиться(ἐξ ὀχέων Hom.; ἤριπε γυιωθείς Hes.)
ἐρείπεσθαι εἴς τινα Plut. — падать на что-л.;ἐρειφθεὴς ἔν τινι Soph. — распростертый на чем-л.;γνὺξ ἔριπε Hom. — он упал на колени;ἤριπε δ΄ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Hom. — (Асий) рухнул словно некий дуб;μάλα μέγας ἐρείπεται κτύπος Soph. — обрушивается страшный удар4) med. нападать, бросаться(εἴς τινα Plut.)
См. также в других словарях:
ἤριπον — ἐρείπω throw aor ind act 3rd pl ἐρείπω throw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHERECLUS — fuit navium architectus, qui naves Pariais ad raptum Helenae ituri fabricavit. Coluthus: Ε῎νθα τανυπρέμνοιο δαϊζόμεναι δρυὲς ὕλης Ἤριπον, ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσ: Φερέκλου. Ὅς ποτε μαργαίνοντι χαριζόμενος Βασιλῆι Νῆας Α᾿λεξάνδρῳ δρυτόμῳ τεκτῄνατο … Hofmann J. Lexicon universale
ερείπω — ἐρείπω (Α) 1. μεταβάλλω σε ερείπια, κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω («ἐρέριπτο δὲ τεῑχος Ἀχαιῶν» γκρεμίστηκε το τείχος τών Αχαιών, Ομ. Ιλ.) 2. εξολοθρεύω, καταστρέφω («ἐρείπει γένος θεῶν τις» κάποιος από τους θεούς εξολοθρεύει το γένος,… … Dictionary of Greek