Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἤλιτον

См. также в других словарях:

  • ἤλιτον — ἀλιταίνω sin aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀλιταίνω sin aor ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτήμερος — ἀλιτήμερος, ον (Α) αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ (< θ. ἀλιτ τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + ημερος < ἡμέρα ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*] …   Dictionary of Greek

  • αλιτήμων — ἀλιτήμων ( ονος), ον (Α) 1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος 2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ , θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) τού ρημ. ἀλιταίνω*, με επαύξηση η . ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • αλιτοφροσύνη — ἀλιτοφροσύνη, η (Α) ανόσιο φρόνημα, ασέβεια, μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτόφρων < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόριστος β΄ τού ρ. ἀλιταίνω*) + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»