-
121 πράσσω
πράσσω (πράσσει, -ετε, -οντι; -οι; -ων, -όντων; -ειν: fut. πράξει, -ειν: impf. ἔπρασσεν: aor. ἔπραξε(ν); πρᾶξον; πράξαις: pf. πέπρᾶγεν: med. πράσσοιτο: aor. πράξασθαι: pass. pf. πεπραγμένων.)a perform, fulfilIτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ ἂν Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.15
ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.29
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν P. 10.11
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (v. l. πράσσεται.) N. 9.3εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς I. 6.11
med., ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Ἰάσονα: cf. Schr., (1923), 502; Wackernagel, Sprachl. Unters., 91) P. 4.243II abs., function, be activeπράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων (sc. ἡ ψυχή) fr. 131b. 3.bI effect, bring aboutτὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.40
μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46
II win, earnὥστ' ἐν τάχει ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν N. 5.36
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν (“setzt einen Anspruch auf Ruhm durch,” Fränkel, W & F., 362̆{2}) I. 5.8 met.,ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο O. 10.30
παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (sc. τὸ καὶ πλουτεῖν καὶ ἐπαινεῖσθαι Σ.) P. 3.115c exact c. acc. dupl. & inf.στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, φόρμιγγα συμμεῖξαι O. 3.7
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.104
dI εὖ πράσσω, fare well, prosperξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν P. 2.73
II ἀντία πράσσω, fare adversely “ τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει” P. 8.52e frag. ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12
-
122 ἁμαρτάνω
+ V 59-55-31-61-64=270 Gn 4,7; 20,6.9; 39,9; 40,1to do wrong, to err, to sin [abs.] Gn 4,7; id. [τινι] Jgs 10,10; id. [εἴς τινα] Gn 20,6; id. [πρός τινα] Ex 23,33; to do wrong in sth [περί τινος] Lv 5,5; to offend with [ἔν τινι] Sir 19,16; to fail [abs.] Jb 5,24; ὁ ἁμαρτάνων the sinner Sir 2,26ὑμεῖς ἡμαρτήκατε ἁμαρτίαν μεγάλην you have sinned greatly (semit., rendering MT גדלה חטאה חטאתם) Ex 32,30; δι᾽ ἀδικίας, ἃς ἥμαρτεν because of the sins which he has committed Hos 12,9(8); ἡμαρτηκὼς ἔσομαι to be guilty Gn 43,9; ψυχὴ ἐὰν ἁμάρτῃ ἀκουσίως the soul that sins through ignorance, the person that sins involuntarily Lv 5,15; ἵνα μὴ ἁμαρτεῖν σε ποιήσωσιν πρός με lest they should cause you to sin against me Ex 23,33Cf. DANIEL, S. 1966, 308-310; HARL 1986a, 62-63; HARLÉ 1988, 33; HELBING 1928, 215-217;→NIDNTT; TWNT(→διἁμαρτάνω, ἐξἁμαρτάνω, ἐφἁμαρτάνω,,) -
123 βουλή
-ῆς + ἡ N 1 3-24-49-56-45=177 Gn 49,6; Nm 16,2; Dt 32,28; Jgs 19,30; 20,7counsel, advice Dt 32,28; council Nm 16,2εἰς βουλὴν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου let my soul not come into the counsel Gn 49,6; θέσθε βουλήν take counsel JgsA 19,30; δότε βουλήν give counsel Jgs 20,7; φέρετε βουλήν deliberate 2 Sm 16,20*Is 41,21 αἱ βουλαὶ ὑμῶν your counsels-עצותיכם for MT עצומותכם your strong points, your proofs; *Prv 2,17 κακὴ βουλή evil counsel-זרה עצה? for MT זרה השׁאי strange, evil woman; *Prv 25,28 οὐ μετὰ βουλῆς without counsel-מעצה אין for MT מעצר אין without limitCf. COOK 1991, 344-345; WALTERS 1973, 242-243; ZIEGLER 1934, 148; →TWNT -
124 διέρχομαι
+ V 14-55-34-23-26=152 Gn 4,8; 15,17; 22,5; 41,46; Ex 12,12to go through, to pass through [abs.] Gn 4,8; to pass through [τι] Gn 41,46; to go abroad, to spread (of reports) 2 Chr 30,5; to pass through, to shoot through one (of pain) Jdt 6,6; to pass through and reach, to arrive at [εἴς τι] Am 6,2; to pass, to elapse (of time) Ex 14,20; to extend (of borders) Jos 18,14; to go through [διά τινος] (metaph.) Lv 26,6σίδηρον διῆλθεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ his soul passed into iron, he spent his life in jail Ps 104(105),18*JgsA 5,16 διελθεῖν to go through-פלג (Aram.) to go away, to cross over or corr.? διελεῖν to separatefor MT פלג (Hebr.) divisions, cpr. Prv 28,10Cf. HELBING 1928, 81; SCHREINER 1957, 110; →NIDNTT -
125 ἔρχομαι
+ V 145-397-153-171-188=1054 Gn 10,19(bis).30; 11,31; 12,5to come, to go Gn 14,5; to come Eccl 1,4; to come, to arrive at [εἴς τι] Gn 10,19; id. [ἐπί τι] Gn 22,3; id. [πρός τι] Gn 34,20; id. [ἐπί τινα] (in hostile sense) 2 Chr 14,10; to go as far as [ἕως τινός] Dt 1,20; to visit [πρός τινα] Gn 24,30; id. [τινι] Zech 9,9; to come into [εἴς τι] Wis 8,20; to appear DnTh 7,13; to come (metaph.) Gn 18,21; to come to [+inf.] Gn 23,2; ἐρχόμενος coming, future Jer 29(47),4; τὰ ἐρχόμενα what is to come Est 8,12i; ἐλευστέος one must come 2 Mc 6,17ἦλθεν ἡ πόλις εἰς συνοχήν the city was besieged Jer 52,5; ἦλθεν γὰρ Ισραηλ ὁδὸν Αθαριν Israel came by the way of Atharin Nm 21,1; ἕως ὅτου ἔλθωμεν εἰς μέσον αὐτῶν till we come in the midst of them Neh 4,5; ἔρχεται εἰς συνάντησίν σοι he comes to meet you Gn 32,7; εἰς βουλὴν αὐτῶν μὴ ἔλθοι ἡ ψυχή μου oh, my soul! do not come into their the counsel Gn 49,6; καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῷ ἀριθμῷ and all that might be numbered Lv 27,32; ἦλθεν ἐπὶ τὴν καρδίαν σου τοῦ οἰκοδομῆσαι it came into your heart to build a house 1 Kgs 8,18*Hos 10,10 ἦλθεν corr. ἦλθον I came-באתי for MT באותי in my desire; *Am 6,3 οἱ ἐρχόμενοι those arriving corr. οἱ εὐχόμενοι the ones praying?-המנדרים נדר? for MT המנדים נדה those excluding or supposing (the evil day) to be far away; *1 Chr 2,24 ἦλθε Χαλεβ Chaleb came-כלב בא for MT כלב/ב in Chaleb; *Ct 2,10 ἐλθέ come-ֵלְך הלך for MT ָלְך to you; *Neh 2,19 ἦλθον they come-יבאו בוא for MT יבזובזה they despisedsee εἰμι (ἰέναι)Cf. MURAOKA 1990b, 34-35; →NIDNTT; TWNT(→ἀνἔρχομαι, ἀντιπαρἔρχομαι, ἀπ-, διἔρχομαι, διεξ-, εἰσἔρχομαι, ἐξἔρχομαι, ἐπἔρχομαι, ἐπανἔρχομαι, ἐπεις-, ἐπεξ-, κατ-, μετ-, παρἔρχομαι, περιἔρχομαι, προἔρχομαι, προσἔρχομαι, συνἔρχομαι, συνεις-, συνεξ-, ὑπἔρχομαι,,) -
126 κατώδυνος
-ος,-ον A 0-5-0-0-0=5 JgsA 18,25; 1 Sm 1,10; 22,2; 30,6; 2 Kgs 4,27in great pain or affliction, grieved (always in connection with ψυχή); neol. -
127 αἰών
αἰών, ῶνος, ὁ, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. also ἡ, as in Pi.P.4.186, E.Ph. 1484: apocop. acc. αἰῶ,A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB 363) in A.Ch. 350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):— period of existence (τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον.. αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael. 279a25
):I lifetime, life,ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453
;ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27
;μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160
;λείπει τινά Il.5.685
; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Zenod. νέον) 24.725;τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32
, etc.;αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr. 862
;αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu. 315
;συνδιατρίβειν Cratin. 1
; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphr. for the Aeacidae, S.Aj. 645 s. v. l.;ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr. 801
;ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th. 219
.II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th. 609, Ev.Luc.1.70;οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20
; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu. 563; all one's life long, S. El. 1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp. 582, 574; τὸν δι' αἰ. χρόνον for ever, Id.Ag. 554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰ. LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17;εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14
; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰ. ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰ. Arist. Cael. 279a22;τὸν αἰῶνα Lycurg. 62
, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti. 37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496, 619, Plot.3.7.5, etc.;τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20
.2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰ. 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in pl., the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84;εἰς πάντας τοὺς αἰ. LXX To.13.4
; εἰς τοὺς αἰ.ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.;εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24
, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰ., πρὸ τῶν αἰ., Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰ. ib.10.11.3 Αἰών, ὁ, personified,Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl. 900
(lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr. 151, al.; esp.=Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡρασκος.4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59.B spinal marrow (perh. regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr. 111, Hp.Epid.7.122; perh. also Il.19.27. -
128 αὐγοειδής
αὐγοειδής, ές,A of the nature of light, πνεῦμα, as the source of sight, Stoic.2.231; αἰσθητήριον, of the eye, Gal.UP8.6; brilliant,χρόα Plu. 2.922d
: metaph., ψυχή ib.565d; σῶμα, πνεῦμα, Iamb.Myst.5.10, 3.11; ὄχημα luminous vehicle, Procl.in Ti.2.81 D.: [comp] Comp., Ph.1.6: [comp] Sup., ib. 504, al., Eus.Mynd.63. Adv. - δῶς dub. in Ph.2.487.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐγοειδής
См. также в других словарях:
Ψυχῇ — Ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψυχή — life fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχή — η 1. όλες οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου. 2. η υποτιθέμενη άυλη ουσία που ενωμένη με το σώμα αποτελεί το κύριο στοιχείο της ζωής. 3. η ζωτικότητα, η δραστηριότητα του ατόμου, η ψυχική δύναμη, η αφοβία. 4. άνθρωπος: Το χωριό μας έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχῇ — ψύχω Phdr.. aor subj pass 3rd sg ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind mid 2nd sg (doric) ψυχάζω refresh oneself in the shade fut ind act 3rd sg (doric) ψῡχῇ , ψυχή life fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — ψῡχή , ψυχή life fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχη — ψύχω Phdr.. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύ̱χη , ψῦχος cold neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύχῃ — ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres ind mp 2nd sg ψύ̱χῃ , ψύχω Phdr.. pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)