-
1 κυρία
κυρία η1) госпожа;2) супруга, жена -
2 κυρια
I.Polyb. κῡρεία ἥ1) госпожа, хозяйка Plut.2) (sc. ἡμέρα) окончательный срок, решающий день Dem.3) господство, власть(κυρίαν ἔχειν τινός и περί τινος Polyb.)
II.τά [pl. к κύριον См. κυριον] власти Dem. -
3 κυρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυρία
-
4 κυρία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυρία
-
5 κυρία
госпожаκυρίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυρία
-
6 κυρίᾳ
госпожеκυρίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυρίᾳ
-
7 κυρία
η1) госпожа, дама, барыня; 2) хозяйка, владелица; 3) супруга, жена -
8 κυρία
госпожа, хозяйка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυρία
-
9 κυρία
[кириа] ουσ. Θ. дама, госпожаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυρία
-
10 κυρία
[кириа] ουσ θ дама, госпожа. -
11 κυριον
(ῡ) τό1) (тж. κ. τῆς πολιτείας Arst.) государственная власть2) закон(τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια Soph.)
3) власть, господство(κύρια ἔχειν τινός Aesch.)
4) решающий час(ὅτε τὸ κ. μόλῃ Aesch.)
-
12 κυρεια
-
13 εκτροπη
ἥ1) отведение, отвод(ὕδατος Thuc.; pl. τῶν χιόνων ἐπὴ τέν χώραν Polyb.; перен. τῶν νόσων εἰς τὰ μέ κύρια μέρη τοῦ σώματος Plut.)
2) (пред)отвращение, предупреждение, отклонение(μόχθων Aesch.)
3) (тж. ἐ. λόγου Aeschin.) отступление, уклонение в сторону Plat.αὖτις ἐπὴ τέν ἐκτροπέν ἐπάνιμεν Polyb. — сейчас мы вернемся к вопросу, от которого отвлеклись
4) поворотἐ. (τῆς) ὁδοῦ Arph., Xen., Plut. — поворот дороги, место отдыха или привала
5) боковая тропа(σκολιαὴ ἐκτροπαί Diod.)
-
14 συγκυρια
-
15 έννοια
I η1) понятие, представление;δεν έχει έννοιαν της θεωρίας της σχετικότητας — он не имеет представления о теории относительности;
2) смысл, значение;κυρία ( — или βασική) έννοια — прямой смысл;
μεταφορική έννοια — переносный смысл;
με την πλατειά έννοια — в широком смысле;
μεταφράζω κατ' έννοια — переводить по смыслу
έννοια2II η1) забота, беспокойство; хлопоты;έχω έννοια2 κάποιον ( — или κάτι) — или έχω την έννοια2 μου σε... — а) позаботиться (о ком-чём-л.), присмотреть (за кем-чем-л.); — б) остерегаться (кого-чего-л.);
έχε έννοια2 το σπίτι — присмотри за домом;
να 'χεις την έννοια2 σου στούς λωποδύτες — остерегайся жуликов;
να 'χεις έννοια2 το παιδί — присмотри за ребёнком;
βάζω κάποιον σε μεγάλη ν έννοια2 — доставлять кому-л. много хлопот;
τό έέχω έννοια2 — заботиться о чём-л.;
έχω την έννοια2 (τινός) — думать, беспокоиться (о ком-л.);
έχω την έννοια2 σου — я забочусь о тебе;
2) озабоченность;γεμάτος έννοια2 — озабоченный;
βάζω σε έννοια2 κάποιον — доставлять кому-л. заботы, беспокойство;
3) интерес, заинтересованность;γιά τίποτε δεν έχει έννοια2 — ничего его не интересует;
4) осторожность, осмотрительность;§ έννοια2 σου! — а) не беспокойся!; — б) подожди! (угроза);
έννοι σας, και θα σας δείξω εγώ! — подождите, я вам покажу;
;δίχως έννοια2 άν περπατάς πού και πού θα σκουντουφλάς — погов, кто не смотрит под ноги, может споткнуться;
δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν — или τό σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες — погов, не работа старит, а забота;
έννοια2 έχει η αλεπού σα ζυγώνει στο κοτέτσι — погов, чем ближе к курятнику, тем больше у лисы забот, ≈ — доход не живёт без хлопот;
χόρευε, κυρά Σουσού, — — κ' εχε κ' έννοια2 τού σπιτιού — погов, пей — да дело разумей;
άλλη ν έννοια2 δεν έχω — у меня других забот хватает
-
16 καθώς
1. επίρρ. как;έκαμα καθώς μού είπες — я сделал так, как ты мне сказал;
2. σύνδ. как только, когда;καθώς τον είδα — как только я его увидел;
καθώς μπαίνεις — как войдёшь;
§ καθώς επίσης, καθώς καί — а также;
καθώς καί οι φίλοι του — а также и его друзья;
καθώς πρέπει — а) как следует; — б) великолепный; — что надо- (разг);
κυρία καθώς πρέπει — женщина что надо;
καθώς φαίνεται — как видно, видимо, как кажется
-
17 κερά
η см. κυρία -
18 κοσμικός
η, ό[ν]1) космический;κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;
ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;
κοσμικές ακτίνες — космические лучи;
κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;
κοσμικό σύστημα — космическая система;
2) светский;κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);
κοσμικοί κύκλοι — светское общество;
κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;
3) светский, мирской;§ κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)
-
19 κυρ
-
20 λόγιος
ία, ιο[ν] 1. учёный, образованный, просвещённый;λόγιος (ανήρ) — учёный муж;
§ λόγία κυρία — синий чулок;
2. (ο) учёный; писатель, литератор
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυρία — κῡρίᾱ , κύριος having power fem nom/voc/acc dual κῡρίᾱ , κύριος having power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κῡρίᾱ , κυρία authority fem nom/voc/acc dual κῡρίᾱ , κυρία authority fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρίᾳ — κῡρίᾱͅ , κύριος having power fem dat sg (attic doric aeolic) κῡρίαι , κυρία authority fem nom/voc pl κῡρίᾱͅ , κυρία authority fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρία — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 1.714 κάτ.) του νομού Δράμας. Τα Κ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΝΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Δοξάτου. * * * η (AM κυρία) βλ. κύριος … Dictionary of Greek
Κύρια — Sp Kirija Ap Κύρια/Kyria L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κυρία — η θηλ.του κύριος 1. τιμητική προσαγόρευση παντρεμένης γυναίκας. 2. προσαγόρευση της οικοδέσποινας από το υπηρετικό της προσωπικό: Η κυρία βγήκε. 3. η σύζυγος. 4. γυναίκα αξιοπρεπής. 5. (για μαθητές) η δασκάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύρια — κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl κύ̱ρια , κύριος having power neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… … Dictionary of Greek
αλπική φυλή — Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη βραχυκεφαλία (δηλαδή κεφάλι πολύ πλατύ σε σχέση με το μήκος του κρανίου), κεφαλικός δείκτης μεταξύ 85 και 87, πλατύ πρόσωπο, σχετικά μικρή και συχνά κυρτή μύτη, ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας, όχι όμως τόσο όσο… … Dictionary of Greek
List of Little Miss characters — The following is a list of Little Miss characters from the children s book series by Roger Hargreaves; the series was also adapted into The Mr. Men Show. Books one (Little Miss Bossy) to thirty (Little Miss Somersault) were written by Hargreaves… … Wikipedia
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek