-
1 Ησύχιος
-
2 Ἡσύχιος
-
3 ησύχιος
-
4 ἡσύχιος
-
5 ἡσύχιος
ἡσύχιος, ον (s. prec. two entries and ἡσύχως; Hom. et al.; ins, pap; Is 66:2; PsSol 12:5; Joseph.) quiet, well-ordered D 3:8. W. πραΰς 1 Cl 13:4; B 19:4 (both Is 66:2); Hm 5, 2, 3; 6, 2, 3; 11:8. Again w. πραΰς: πνεῦμα 1 Pt 3:4 (cp. PsSol 12, 5 ψυχὴ ἡς.). βίος (Pla., Demosth.; SIG 866, 15; POxy 129, 8 [VI A.D.]) εἰρηνικὸν καὶ ἡσύχιον βίον διάξαι lead a peaceable and quiet life (thus lightening the task of the heads of state; Jos., Ant. 13, 407 βίος ἡσύχιος, but in a difft. sense; cp. Thu. 1, 120, 3) 1 Ti 2:2. Here ἡς. prob.= without turmoil. ἡσύχιον εἶναι Hm 8:10.—B. (ἥσυχος) 840. DELG s.v. ἥσυχος. M-M. Spicq. -
6 ἡσύχιος
ἡσύχιος, ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσϑαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Ggstz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦϑος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασϑαι Plat. Theaet. 179 e.
-
7 ησυχιος
дор. ἁσύχιος 2(ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий(εἰράνα Pind.; βίος Plat., NT.; ἦθος Plat., Arst.)
ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. — (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя;τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. — обладать спокойным характером -
8 Ησυχιος
ὁ Гесихий (александрийский грамматик и лексикограф второй половины IV в н.э.) -
9 ἡσύχιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἡσύχιος
-
10 ἡσύχιος
ἡσύχιος, ον, ruhig, im Stillen; bedächtig; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens -
11 ἡσύχιος
{прил., 2}спокойный, тихий, мирный, безмятежный, молчаливый.Синонимы: 4239 ( πραΰς).Ссылки: 1Тим. 2:2; 1Пет. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡσύχιος
-
12 ησύχιος
{прил., 2}спокойный, тихий, мирный, безмятежный, молчаливый.Синонимы: 4239 ( πραΰς).Ссылки: 1Тим. 2:2; 1Пет. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ησύχιος
-
13 ἡσύχιος
спокойный, тихий, мирный, безмятежный, молчаливый; син. πραΰς.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡσύχιος
-
14 ἡσύχιος
ἡςῠχιος, -ον1 restful ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (v. l. ἁσύχιον) P. 9.22 -
15 ἡσύχιος
-
16 ἡσύχιος
A still, quiet, at rest,ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598
;εἰρήνα Pi.P.9.22
; also in Prose, τρόπον ἡ. of a quiet disposition, Hdt.1.107;οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm. 160b
; αἱ ἡ. πράξεις ib. c;τὸ ἡ. ἦθος Id.R. 604e
; οἱ ἡ. Antipho 3.2.1; τὸ ἡ. τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: [comp] Comp. - ώτερος more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. , Pl.Tht. 179e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσύχιος
-
17 ησυχιώτερον
ἡσύχιοςstill: masc acc comp sgἡσύχιοςstill: neut nom /voc /acc comp sgἡσύχιοςstill: adverbial -
18 ἡσυχιώτερον
ἡσύχιοςstill: masc acc comp sgἡσύχιοςstill: neut nom /voc /acc comp sgἡσύχιοςstill: adverbial -
19 ησυχιμος
-
20 ησυχίως
См. также в других словарях:
Ἡσύχιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχιος — still masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
ἡσυχιώτερον — ἡσύχιος still masc acc comp sg ἡσύχιος still neut nom/voc/acc comp sg ἡσύχιος still adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίως — ἡσύχιος still adverbial ἡσύχιος still masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσύχιον — ἡσύχιος still masc/fem acc sg ἡσύχιος still neut nom/voc/acc sg ἡσυχάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἡσυχάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ἡσυχάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἡσυχάω imperf ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχιώτατος — ἡσύχιος still masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίοις — Ἡσύχιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίοις — ἡσύχιος still masc/fem/neut dat pl ἡσυχάω pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσυχίου — Ἡσύχιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡσυχίου — ἡσύχιος still masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)