-
1 ημίσχετος
-
2 ἡμίσχετος
-
3 ἡμίσχετος
ἡμί-σχετος, ον,A half-related (cf.ἄσχετος 3
),σχέσις Olymp.in Phd.p.19N.
;τὸ ἡ. τῆς προνοίας Dam.Pr. 131
. Adv. - τως ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίσχετος
-
4 ἡμίσχετος
-
5 ημισχέτως
-
6 ἡμισχέτως
-
7 ημίσχετον
-
8 ἡμίσχετον
-
9 ημισχέτω
-
10 ἡμισχέτῳ
См. также в других словарях:
ημίσχετος — ἡμίσχετος, ον (Α) 1. αυτός που κατέχει το ήμισυ ή που σχετίζεται κατά το ήμισυ με κάποιον ή με κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡμίσχετον η κατά το ήμισυ σχέση ή κατοχή. επίρρ... ἡμισχέτως (Α) με τρόπο ημίσχετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σχετος (< θ. σχ … Dictionary of Greek
ἡμίσχετος — half related masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισχέτως — ἡμίσχετος half related adverbial ἡμίσχετος half related masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίσχετον — ἡμίσχετος half related masc/fem acc sg ἡμίσχετος half related neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμισχέτῳ — ἡμίσχετος half related masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek