-
1 ημίκοπος
-
2 ἡμίκοπος
-
3 ἡμίκοπος
ἡμί-κοπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίκοπος
-
4 ημίκοπον
ἡμίκοπονhalf-mangled: neut nom /voc /acc sgἡμίκοποςhalf-mangled: masc /fem acc sgἡμίκοποςhalf-mangled: neut nom /voc /acc sg -
5 ἡμίκοπον
ἡμίκοπονhalf-mangled: neut nom /voc /acc sgἡμίκοποςhalf-mangled: masc /fem acc sgἡμίκοποςhalf-mangled: neut nom /voc /acc sg -
6 ημίκοπα
-
7 ἡμίκοπα
-
8 ἡμίπλευρος
A v. ἡμίκοπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίπλευρος
См. также в других словарях:
ημίκοπος — ἡμίκοπος, ον (Α) πάπ. κομμένος σε δύο ίσα μέρη … Dictionary of Greek
ἡμίκοπος — half mangled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίκοπον — half mangled neut nom/voc/acc sg ἡμίκοπος half mangled masc/fem acc sg ἡμίκοπος half mangled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίκοπτος — ἡμίκοπτος, ον (Α) ημίκοπος … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ἡμίκοπα — ἡμίκοπον half mangled neut nom/voc/acc pl ἡμίκοπος half mangled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)