-
1 ημιδαμής
-
2 ἡμιδαμής
-
3 ἡμιδαμής
ἡμι-δᾰμής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιδαμής
-
4 ἡμίκοπος
ἡμί-κοπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίκοπος
См. также в других словарях:
ημιδαμής — ἡμιδαμής, ές (Α) (μτγν. ποιητ. τ.) μισοσκοτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. δ. αν. τών τ. ημι δαής* και ημι θανής] … Dictionary of Greek
ἡμιδαμής — half slain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek