-
1 ἡμίπλευρος
A v. ἡμίκοπος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίπλευρος
-
2 ἡμίκοπος
ἡμί-κοπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίκοπος
См. также в других словарях:
ημίπλευρος — ον ἡμίπλευρος (Α) κομμένος σε δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά πλευρος, ισό πλευρος)] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek