-
1 ημιπληγία
ἡμιπληγίᾱ, ἡμιπληγίαparalysis: fem nom /voc /acc dualἡμιπληγίᾱ, ἡμιπληγίαparalysis: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἡμιπληγία
ἡμιπληγίᾱ, ἡμιπληγίαparalysis: fem nom /voc /acc dualἡμιπληγίᾱ, ἡμιπληγίαparalysis: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ημιπληγία
η мед. гемиплегия -
4 ἡμιπληγία
ἡμι-πληγία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιπληγία
-
5 ημιπληγίας
ἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem acc plἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἡμιπληγίας
ἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem acc plἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ημιπληγίαις
-
8 ἡμιπληγίαις
См. также в других словарях:
ἡμιπληγία — ἡμιπληγίᾱ , ἡμιπληγία paralysis fem nom/voc/acc dual ἡμιπληγίᾱ , ἡμιπληγία paralysis fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… … Dictionary of Greek
ημιπληγία — η παράλυση του μισού σώματος από το κεφάλι ως τα πόδια, που οφείλεται σε πάθηση του εγκέφαλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμιπληγίας — ἡμιπληγίᾱς , ἡμιπληγία paralysis fem acc pl ἡμιπληγίᾱς , ἡμιπληγία paralysis fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιπληγίαις — ἡμιπληγία paralysis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπληγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιπληγία 2. αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία, ο ημίπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
Hemiplejía — (Del gr. hemipleges, medio herido.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parálisis de un lado del cuerpo. TAMBIÉN hemiplejia * * * hemiplejia o hemiplejía (del gr. «hēmiplēgía») f. Med. Parálisis de toda una mitad del cuerpo. * * * hemiplejia o… … Enciclopedia Universal
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
ελικοποδία — ή ελκοποδία, η το χαρακτηριστικό βάδισμα αυτών που έχουν υποστεί ημιπληγία … Dictionary of Greek