-
1 ημιπληγίας
ἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem acc plἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἡμιπληγίας
ἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem acc plἡμιπληγίᾱς, ἡμιπληγίαparalysis: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἡμιπληγίας — ἡμιπληγίᾱς , ἡμιπληγία paralysis fem acc pl ἡμιπληγίᾱς , ἡμιπληγία paralysis fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βέρνικε, Καρλ — (Carl Wernicke, Τάρνοβιτς, Πολωνία 1848 – Θουριγκία, Γερμανία 1905). Γερμανός ψυχίατρος και νευρολόγος. Διετέλεσε καθηγητής ψυχιατρικής και νευρολογίας στην Μπρεσλάβα (1890) και τη Χάλη (1904). Σημαντικές υπήρξαν οι έρευνές του σχετικά με την… … Dictionary of Greek