-
1 ημιπληγίαις
-
2 ἡμιπληγίαις
См. также в других словарях:
ἡμιπληγίαις — ἡμιπληγία paralysis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημιπληγίαις
2 ἡμιπληγίαις
ἡμιπληγίαις — ἡμιπληγία paralysis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)