-
41 ἡμέτερον
-
42 θημέτερον
-
43 θἠμέτερον
-
44 πῡραμοῦς
πῡραμοῦς, ὁ, statt πυραμόεις, ein Kuchen von geröstetem Weizen mit Honig ( Ath. III, 144 b, ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν), Ar. Equ. 277, den der bekam, welcher die Nacht über bei der παννυχίς wachend aushalten konnte; dah. Th. 94 τοῠ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῠς, in der List ist der Kuchen unser, d. i. bin ich des Sieges gewiß, vgl. Schol. zur Stelle und πυραμίς.
-
45 σφέτερος
σφέτερος, 1) possessives adj. der dritten Pers. plur., vom Pronomen σφεῖς, ihr, ihrig; ἄστυ σφέτερον, Il. 17, 287. 419 u. öfter; Pind., Tragg.; u. in Prosa, περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Plat. Soph. 243 a, doch im Att. selten. – 2) adj. der dritten Person sing., sein, seinig; Hes. Sc. 90; Pind. Ol. 13, 61 P. 4, 83 I. 5, 33 u. öfter; Aesch. Ag. 738; Pol. 4, 61, 5. – Ungewöhnlich als adj. der zweiten Person, euer, euer eigen, statt ὑμέτερος, Hes. O. 2, Ap. Rh. 4, 1327; vgl. Wolf proleg. p. CCXLIX; – u. der ersten Person sing., mein, = ἐμός, Theocr. 25, 163; – wie der zweiten Person, = σός, 22, 67; – u. statt ἡμέτερος, unser, Pol. 2, 31, 6; s. Schneid. Xen. Cyr. 6, 1, 10. – Vgl. σφός.
-
46 ἁμέτερος
-
47 ἑός
ἑός, ή, όν, ion. u. ep. = ὅς, sein, ihr, Hom. u. sp. D.; auch Eur. El. 1206; verstärkt: ἑοὶ αὐτοῦ ϑῆτες, seine eigenen Taglöhner, Od. 4, 643; ἑῷ αὐτοῦ ϑυμῷ, in seinem eignen Gemüthe, Il. 10, 204, was später ἑαυτοῦ. – Bei Hes. O. 58 = σφέτερος, u. so öfter bei sp. Ep., wie Ap. Rh. Auch = ἐμός, Ap. Rh. 1, 285. 2, 226; = σός, 2, 634. 3, 140 u. öfter; Theocr. 17, 50; Mosch. 4, 77 u. a. sp. D.; = ἡμέτερος, Ap. Rh. 4, 203; = ὑμέτερος, 2, 332. 3, 267; vgl. Wolf proleg. CCXLVII ff.
-
48 επιτηδειος
Iион. ἐπιτήδεος 3 и 21) подходящий, (при)годный, благоприятный, полезный, необходимый(γῆ Her.; νόμος Arst.; τινι Thuc., Plat., Arst.; ἔς τι Her. и πρός τι Xen., Plat., Arst.)
ἐ. ἐνιππεῦσαι Her. — удобный для операций конницы;ξυνεῖναι ἐ. Eur. — (человек), с которым приятно быть вместе2) заслуживающий, достойный(δοῦναι δίκην Lys.; παίεσθαι Xen.; ἀποθανεῖν Plut.)
3) склонный, склоняющийся, (дружественно) расположенный(ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν Thuc.)
ἐ. τοῖς πρὸς Ἀλκιβιάδην πρασσομένοις Thuc. — сочувствующий тому, что предпринималось в пользу (возвращения) Алкивиада4) послушный, покорный(τῷ πατρί Her.)
IIὅ1) близкий человек, друг(ἡμέτερος ἐ. Lys.)
2) сторонник, приверженец(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
-
49 καματος
(κᾰ) ὅ1) тяжелый труд, тж. напряжение, усилие(ἐπιπόνου ζῴου Arst.)
ἄτερ καμάτοιο Hom. — без труда, легко2) усталость, утомленность3) мука, мучение, страдание4) плод тяжелого трудаἡμέτερος κ. Hom. — нажитое нашими трудами достояние
5) изделие(τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.)
-
50 αμετέραι
-
51 ἁμετέραι
-
52 αμετέραις
-
53 ἁμετέραις
-
54 αμετέραισι
-
55 ἁμετέραισι
-
56 αμετέραισιν
-
57 ἁμετέραισιν
-
58 αμετέραν
-
59 ἁμετέραν
-
60 αμετέροις
См. также в других словарях:
ἡμέτερος — our masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… … Dictionary of Greek
ημέτερος — η, ο δικός μας, ο άνθρωπός μας, ο κομματικός μας φίλος: Υπάρχουν πολλοί ημέτεροι δημόσιοι υπάλληλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμετέρω — ἡμέτερος our masc/neut nom/voc/acc dual ἡμέτερος our masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρων — ἡμέτερος our fem gen pl ἡμέτερος our masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρως — ἡμέτερος our adverbial ἡμέτερος our masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέτερον — ἡμέτερος our masc acc sg ἡμέτερος our neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραιν — ἡμέτερος our fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραις — ἡμέτερος our fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραισι — ἡμέτερος our fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρη — ἡμέτερος our fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)