-
1 θημέτερον
-
2 θἠμέτερον
См. также в других словарях:
θἠμέτερον — ἡμέτερον , ἡμέτερος our masc acc sg ἡμέτερον , ἡμέτερος our neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκαταπύγων — παγκαταπύγων, ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α) ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταπύγων] … Dictionary of Greek