-
1 ημέτερος
-
2 ἡμέτερος
-
3 ἡμέτερος
ἡμέτερος, unser, von Hom. an, Il. 1, 30, überall; νεῖσϑαι ἐφ' ἡμέτερα, ἡμέτερόνδε ἰέναι, sc. δῶμα, Od. 15, 88. 512; ähnlich ἐν ἡμετέρου Her. 1, 35. 7, 84; – τὸ ἡμέτερον, was uns betrifft, wir, Plat. Tim. 27 d Legg. VI, 778 d IX, 860 c; – dor. ἁμέτερος, Pind., Tragg. Vgl. ἀμός.
-
4 ημετερος
дор. ἁμέτερος, эол. ἀμμέτερος 31) нашεἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) и ἐφ΄ ἡμέτερα (sc. δώματα) Hom. или ἡμέτερόνδε Hom. — (к себе) домой;
ἐν ἡμετέρου Her. (= ἐν ἡμῶν, sc. οἴκῳ) — (у нас) дома;ἡμέτερον (= ἡμῶν) αὐτῶν (sc. οἰκοδόμημα) Plat. — наш собственный дом;ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν Arph. — добыча для нас, умниковἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔπος καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди сюда, чтобы послушать мои слова
-
5 ἡμέτερος
A our, Il.2.374, etc.; εἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) Od.2.55, 17.534; soἡμέτερόνδε 8.39
, 15.513; ἐφ' ἡμέτερ' ib.88, Il.9.619;ἐν ἡμετέρου Hdt.1.35
, 7.8.δ; ἡ ἡ. (sc. χώρα) Th.6.21, etc.; τὸ ἡ. our case, Pl.Ti. 27d;τὸ ἡ. γέλωτ' ἂν πάμπολυν ὄφλοι Id.Lg. 778e
, etc.; τὰ ἡ. φρονεῖν to take our part, X. HG6.3.14, etc.; ἄνδρες ἡ. they are in our power, Pl.R. 556d, cf. X. Cyr.2.3.2; ἡ. κέρδη τῶν σοφῶν,= ἡμῶν τῶν σοφῶν, Ar.Nu. 1202; ἡμέτερον αὐτῶν [οἰκοδόμημα],= ἡμῶν αὐτῶν, Pl.Grg. 514b; representing an objective gen., τὸ ἡ. δέος fear of us, Th.1.77;εἰς τὴν ἡ. διδασκαλίαν Ep.Rom.15.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμέτερος
-
6 ἡμέτερος
ἡμέτερος ( ἡμεῖς): our, ours; ἐφ' ἡμέτερα νέεσθαι, Il. 9.619; adv., ἡμέτερόνδε, homeward, home.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἡμέτερος
-
7 ἡμέτερος
ἡμέτερος, unser; τὸ ἡμέτερον, was uns betrifft, wir -
8 ἡμέτερος
ἡμέτερος, α, ον (s. ἡμεῖς; Hom.+) our used w. nouns Ac 2:11; 19:35 D; 24:6 v.l.; 26:5; Ro 15:4; 2 Ti 4:15; 1J 1:3; 2:2; 1 Cl 7:4; 32:4; 33:5; B 5:5; 7:3; Dg 9:2, 6; ISm 5:1; Hs 9, 11, 3; 9, 24, 4; MPol 12:2; Qua.—τὸ ἡμ. what is ours (=the real riches vs. 11) Lk 16:12 v.l. (opp. τὸ ἀλλότριον, q.v., 1bα, and s. SAntoniadis, Neotestamentica: Neophilologus 14, 1929, 129–35). οἱ ἡμ. our people (cp. Leo 4, 8; PGiss 84 II, 7f; Jos., Ant. 14, 228, Vi. 401; 406; Just., A I, 29, 2 al.)=the Christians Tit 3:14; MPol 9:1; Qua (1). S. ἐμός b.—DELG s.v. ἡμεῖς. M-M. -
9 ἡμέτερος
{мест., 9}наш.Ссылки: Деян. 2:11; 24:6; 26:5; Рим. 15:4; 1Кор. 15:31; 2Тим. 4:15; Тит. 3:14; 1Ин. 1:3; 2:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡμέτερος
-
10 ημέτερος
{мест., 9}наш.Ссылки: Деян. 2:11; 24:6; 26:5; Рим. 15:4; 1Кор. 15:31; 2Тим. 4:15; Тит. 3:14; 1Ин. 1:3; 2:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ημέτερος
-
11 ημέτερος
έρα, ον αντων.1) наш, наша, наше;η ημέτέρα πατρίς — наша родина;
2) мой, моя, моё;η ημέτέρα γνώμη — моё мнение
-
12 ἡμέτερος
наш.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡμέτερος
-
13 ἡμέτερος
-
14 ἡμέτερος
-α,-ον + R 1-1-0-7-13=22 Gn 1,26; Jos 5,13; Ps 34(35),14; Prv 1,13; 4,4Cf. BARTHÉLEMY 1971=1978 189-191; HARL 1986a, 95; TOV 1984a, 65-89 -
15 αμετέρα
ἁ̱μετέρᾱ, ἡμέτεροςour: fem nom /voc /acc dual (doric)ἁ̱μετέρᾱ, ἡμέτεροςour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἁ̱μετέρᾱͅ, ἡμέτεροςour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ημετέρα
ἡμετέρᾱ, ἡμέτεροςour: fem nom /voc /acc dualἡμετέρᾱ, ἡμέτεροςour: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἡμετέρᾱͅ, ἡμέτεροςour: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 ημετέρω
ἡμέτεροςour: masc /neut nom /voc /acc dualἡμέτεροςour: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἡμέτεροςour: masc /neut dat sg -
18 ημέτερ'
ἡμέτερα, ἡμέτεροςour: neut nom /voc /acc plἡμέτερε, ἡμέτεροςour: masc voc sgἡμέτεραι, ἡμέτεροςour: fem nom /voc pl -
19 ἡμέτερ'
ἡμέτερα, ἡμέτεροςour: neut nom /voc /acc plἡμέτερε, ἡμέτεροςour: masc voc sgἡμέτεραι, ἡμέτεροςour: fem nom /voc pl -
20 ἁμός
ἁμός, Dor. = ἡμέτερος, unser, Hom. Iliad. 6, 414. 8, 178. 10, 448. 13, 96. 16, 830 Od. 11, 166. 481; wie ἡμέτερος, so braucht Homer auch ἁμός von einer Person, das possessiv. des plur. für das des sing.; wie er überhaupt oft den plur. statt des sing. gebraucht. Vgl. Apollon. lex. Hom. 27, 18 Scholl. Iliad. 6, 414 ( Herodian.). 8, 178. 13, 96 ( Herodian.).
См. также в других словарях:
ἡμέτερος — our masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… … Dictionary of Greek
ημέτερος — η, ο δικός μας, ο άνθρωπός μας, ο κομματικός μας φίλος: Υπάρχουν πολλοί ημέτεροι δημόσιοι υπάλληλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμετέρω — ἡμέτερος our masc/neut nom/voc/acc dual ἡμέτερος our masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρων — ἡμέτερος our fem gen pl ἡμέτερος our masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρως — ἡμέτερος our adverbial ἡμέτερος our masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμέτερον — ἡμέτερος our masc acc sg ἡμέτερος our neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραιν — ἡμέτερος our fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραις — ἡμέτερος our fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέραισι — ἡμέτερος our fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρη — ἡμέτερος our fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)